Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανατοκισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανατοκισμός ο [anatokizmós] Ο17 : (οικον.) πρόσθεση στο κεφάλαιο του χρηματικού ποσού που προήλθε από τους τόκους του στο τέλος ορισμένης χρονικής περιόδου και τοκισμός του νέου αυτού κεφαλαίου· κεφαλαιοποίηση των τόκων: Ετήσιος ~. (μαθημ.) Προβλήματα / ασκήσεις ανατοκισμού.

[λόγ. < ελνστ. ἀνατοκισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανατοκισμός [anatocizmós] (L)
  • compound interest (syn κεφαλαιοποίηση του τόκου)

[fr kath ανατοκισμός ← K ἀνατοκισμός, der of K *ἀνατοκίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες