Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατινάζω [anatinázo] -ομαι Ρ2.2 : τινάζω κτ. στον αέρα, το καταστρέφω με έκρηξη: Aνατίναξαν τη γέφυρα με δυναμίτη. Οι αποθήκες των καυσίμων πήραν φωτιά κι ανατινάχτηκαν.
[λόγ. < αρχ. ἀνατινάσσω `τινάζω πάνω κάτω΄ κατά την εξέλ. τινάσσω > τινάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατινάζω [anatinázo] (& L ανατινάσσω) ipf ανατίναζα, aor ανατίναξα, mediop ανατινάζομαι (& ανατινάσσομαι), ipf ανατινάζουμουν, aor 3sg ανατινάχτη(κε)
- ① shake up and down, brandish, jolt:
- ένας ορμητικός κι ακράτητος πόθος την ανατάραξε και την ανατίναξε σα γαλβανισμένη (MNikolaidis) |
- (τα γαϊδούρια) πάνε βιαστικά, με ανώμαλο τροχασμό ανατινάζοντας το φορτίο (KPolitis) |
- και δίχως τον Ψυχάρη η δημοτική θ' ανατίναζε την πλάκα του τάφου όπου την κρατούσε θαμμένη .. ο έξαλλος αρχαϊσμός (Fteris)
- ⓐ mi ανατινάζομαι shake, tremble, quiver, start:
- το σώμα του ανατινάζονταν από τους λυγμούς |
- το στήθος της ανατινάσσεται με αγωνία |
- σαν τ' άκουσε ανατινάχτηκε |
- με το διαπεραστικό ήχο ο δείνα ανατινάχτηκε πάνω στο κάθισμά του |
- ανατινάχτηκε σα να τον είχε δαγκώσει οχιά |
- κ' οι τρεις δεν μπορούσαν να τον κρατήσουν, όπως ανατινάζονταν και σπαρτάριζε (Palam) |
- τα δάκτυλα των χεριών της έτρεμαν κι ανατινάζονταν σύγκορμα (Karkavitsas) |
- και στα εβδομήντα ακόμα χρόνια του Γκαίτε ο δαίμονας ανατινάσσεται μέσα του με μια τεράστια δύναμη και τον συγκλονίζει συθέμελα (Athanasiadis-N) |
- folks. ο Διενής ψυχομαχεί κι η θάλασσα βρουχάται | κι η γης ανατινάσσεται κι ο κόσμος τη φοβάται |
- poem τις ζώνες γύρω του έσπασε κι ανατινάζεται θερμό | το πνεύμα μου σαν ουρανός, σαν ωκεανός, σαν θάλασσα (Vrettakos)
- ② blow up, explode:
- ανατινάζει εκρηκτικές ύλες blows up explosives |
- ανατίναξαν το σταθμό, το μοναστήρι, τη γέφυρα |
- μια βενετσιάνικη βόμβα ανατινάσσει μια μικρή πυριτιδαποθήκη στα Προπύλαια (Varelas) |
- ο δυναμισμός και ο μηδενισμός .. θέλει να τ' ανατινάξει όλα στον αέρα (Theodorakop)
- ⓑ be blown up, explode:
- (ο κόσμος) βράζει, σφυρίζει, θ' ανατιναχτεί μια μέρα, ίσως και σήμερα (Vasilikos)
- ⓒ destroy, obliterate:
- η ιστορική νομοτέλεια ανατινάζει ακόμα και τους πιο στενούς προσωπικούς δεσμούς (Theodorakis) |
- η νίκη της θεωρίας ότι κάθε έθνος έχει δικαίωμα να κάνει δική του πραγματική πολιτεία .. ανατίναξε την ιερή συμμαχία (Theodorakop)
[fr MG ανατινάζω bes ανατινάσσω ← K, PatrG ← AG]
- ① shake up and down, brandish, jolt: