Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναταραχή η [anataraxí] Ο29 : έλλειψη τάξεως, κανονικής δηλαδή λειτουργίας σε ορισμένο τομέα της ζωής: Πολιτική / κοινωνική ~. Στους κύκλους των αξιωματικών επικρατεί ~ λόγω μεροληπτικών προαγωγών. Οι απολύσεις προκάλεσαν ~ μεταξύ των εργατών. || σύγχυση: Ο φόνος του βασιλιά προκάλεσε ~ στις τάξεις του εχθρού.
[λόγ. ανα(ταράσσω) -ταραχή κατά το σχ.: ταράσσω - ταραχή μτφρδ. γαλλ. perturbation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναταραχή [anataraçí] η, (L)
- ① disturbance, agitation, perturbation, turbulence, commotion, upheaval, gale, storm, turmoil (syn in αναστάτωση 1):
- ο λαός ήταν σε μεγάλη ~ |
- περίοδος, εποχή αναταραχών |
- περίοδος έξαρσης των αναταραχών |
- θρησκευτικές, ιδεολογικές, εσωτερικές αναταραχές |
- εργατική ~ labor unrest |
- λαϊκή ~ popular unrest |
- πολιτικές αναταραχές political convulsions |
- διεθνής ~ |
- νομισματική, οικονομική ~ |
- η πόλη ήταν σε ~ the city was in a ferment |
- η είδηση προκάλεσε μεγάλη ~ the news made a great commotion, caused an uproar |
- η ~ της κοινής γνώμης |
- η εισβολή έφερε μεγάλη ~ και ηθική κρίση |
- ένα ζήτημα έφερνε ~ στις σχέσεις των δύο κρατών |
- η ~ των όρων της κοινωνικής ζωής |
- ο σεισμογράφος .. σημειώνει τις αναταραχές της γήινης επιφάνειας |
- ψάρια που τους αρέσει η ~ του νερού |
- ο πλατύς ποταμός δεν παρουσίαζε ούτε την ελαφρότερη ~ απάνω στην απέραντη υδάτινη επιφάνειά του (Papanoutsos) |
- άνθρωποι αγράμματοι οι περισσότεροι αναθρεμμένοι μέσα στην ~ των αγώνων (Panagiotop)
- ② fig turmoil, agitation, excitement (syn in αναστάτωση 2):
- ψυχική ~ |
- βρίσκομαι σε ~ move in agitation |
- ξέσπασμα αναταραχής |
- ο δείνα έτρεμε από την ~ |
- ένοιωθα ~και πυρετό στο αίμα μου (Kazantz)
[fr kath αναταραχή, der of αναταράσσω; cf ταραχή (: ταράσσω)]
- ① disturbance, agitation, perturbation, turbulence, commotion, upheaval, gale, storm, turmoil (syn in αναστάτωση 1):