Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανατέλλων -ουσα -ον
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανατέλλων -ουσα -ον [anatélon] Ε12 : που ανατέλλει: Ο ~ ήλιος. H χώρα του ανατέλλοντος ηλίου*.

[λόγ. < αρχ. ἀνατέλλων μεε. του ἀνατέλλω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανατέλλων, -ουσα,-ον [anatélon] gen m & n ανατέλλοντος (L)
  • ① rising:
    • χώρα του ανατέλλοντος ηλίου |
    • (η στέγη) στόλιζε με σκούρα νταντελένια τρίφυλλα την άγονη ανατέλλουσα σελήνη (KPolitis)
  • ② rising, emerging:
    • ανατέλλουσα μεγαλοφυΐα rising genius |
    • ~ ζωγράφος |
    • ακρότατος ρομαντισμός είναι η σύγχρονη τέχνη, μέσα στην οποία κάποτε διαφαίνεται η ανατέλλουσα διαλεκτική αντίθεσή της, το κλασικό στοιχείο (Tsatsos)
  • ③ dent.phr ανατέλλοντες οδόντες (Kath) erupting teeth

[fr kath ανατέλλων prp of ανατέλλω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες