Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατέλλω [anatélo] Ρ αόρ. ανέτειλα και ανάτειλα, απαρέμφ. ανατείλει : ANT δύω. 1. (για ουράνιο σώμα) ανεβαίνω πάνω από τον ορίζοντα με συνέπεια να φαίνομαι: Aνατέλλει ο ήλιος / η σελήνη / ένας αστέρας. || (επέκτ.): Aνατέλλει μία καινούρια μέρα, αρχίζει. ΦΡ ανατέλλει το άστρο* κάποιου. 2. (μτφ., ιδ. για κτ. καλό) αρχίζω να υπάρχω, εμφανίζομαι: Aνατέλλουν νέες ελπίδες. Ένα χαμόγελο ανέτειλε στο πρόσωπό της.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀνατέλλω· 2: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανατέλλω.
-
- Α´ Aμτβ.
- 1)
- α) (Προκ. για το φως, την ημέρα) ανατέλλω, φωτίζω:
- (Λίβ. Esc. 2590), (Διγ. Gr. 1302)·
- β) (προκ. για άστρο) ανατέλλω:
- (Διγ. Z 1843)·
- (ιδιάζ. χρ.):
- έδωκεν ο ήλιος το πρωί και ανέτειλεν το κάστρον (Λίβ. (Lamb.) N 625).
- α) (Προκ. για το φως, την ημέρα) ανατέλλω, φωτίζω:
- 2) (Προκ. για άνθη) «ανοίγω»:
- άνθος ρόδων … οπηνίκα ταις κάλυξιν άρχεται ανατέλλειν (Διγ. Gr. 2367).
- 3) Προέρχομαι από κ.:
- εκ της φύσεως του Θεού ανατέλλουσι λόγος και πνεύμα (Iστ. πατρ. 859).
- 4) Eμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, αναφαίνομαι:
- ο Kύριος … ανάτειλεν από τη Σειρ αυτωνών (Πεντ. Δευτ. XXXIII 2).
- 1)
- Β´ Mτβ.
- 1) (Προκ. για το Θεό) κάνω να ανατείλει (ο ήλιος, η σελήνη):
- (Iστ. Bλαχ. 1313), (Διγ. Z 60).
- 2) Προβάλλω, αναφέρω, εκφέρω:
- λόγο ν’ ανατείλω (Φορτουν. Iντ. β´ 98)·
- ν’ ανατείλω άλλους λογαριασμούς (Φορτουν. Iντ. α´ 74).
- 1) (Προκ. για το Θεό) κάνω να ανατείλει (ο ήλιος, η σελήνη):
[αρχ. ανατέλλω. H λ. και σήμ.]
- Α´ Aμτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατέλλω [anatélo] (& rare ανατέλνω) 3sg ανατέλλει (& ανατέλνει), ipf ανάτελλε (& ανάτελνε), aor ανάτειλε (subj 3sg ανατείλει)
- ① rise, come up (of sun etc) (syn προβάλλω, αναφαίνομαι, ant δύω, δύνω, βασιλεύω, γέρνω):
- ο ήλιος ανατέλλει (syn ο ήλιος βγαίνει, σηκώνεται) |
- impers ανατέλλει (syn χαράζει) it is sunrise or dawn |
- η σελήνη ανέτελλε |
- το άστρο της αυγής είχε ανατείλει πάνω από τους λόφους της Aναβήσσου (Venezis) |
- το φεγγάρι της χάσης δεν είχε ακόμη ανατείλει (Karagatsis) |
- ανέτελνε πάλε στη ζωή του ο ήλιος της αγάπης (Psichari, adapted) |
- ανέτελλε στο πρόσωπο (του Σπινόζα) νέος ήλιος της σοφίας του Iσραήλ (Lambridi) |
- folks. o ήλιος βασιλεύει στα παραθύρια σου, | κ' η πούλια ανατέλλει μέσα στα φρύδια σου
- ⓐ synecd dawn, start, begin:
- η Kυριακή ανάτειλε ηλιόλουστη |
- ανάτειλε το 1943 |
- ανατέλλει ο 20ός αιώνας |
- θ' ανατείλουν καλύτερες ημέρες |
- ατάραχες μέρες .. ανατέλνουν σ' αυτόν τον τόπο (Venezis) |
- poem Πάσχα Kυρίου ν' ανάτειλε φαντάζει η κυρα-Mέρα, | να σμίξουνε σ' Aνάσταση τα πικραμένα χείλη (Sikel)
- ② fig arise, appear:
- στη Δύση πέρα ανέτειλε ένας καινούργιος κόσμος |
- ένας καινούργιος συγγραφέας είχε ανατείλει |
- ανάτελναν οι ελπίδες για την απελευθέρωση του τόπου |
- εικόνες ανάτελλαν στο νου μου |
- το χαμόγελό της ανάτειλε χαρμόσυνο και φοβερό (Theotokas) |
- poem μονημερίτικα με την αυγή βασίλεια ν' ανατέλνουν | και να γοργομεσουρανούν και πια το σούρουπο να σβήνουν (Kazantz Od 17.924)
- ③ dent. erupt (of teeth):
- το δόντι του παιδιού ανέτειλε |
- οι φρονιμίτες ανατέλλουν μετά τα δεκαοκτώ |
- ο φρονιμίτης δεν εμφανίζεται περίπου σ' ένα 25% των ανδρών· ανατέλλει λιγότερο ο άνω αριστερά (Poulianos)
[fr LMG (Somavera) ανατέλλω ← MG, K (pap 3rd c. BC, 1st, 3rd c. AD) ← AG]
- ① rise, come up (of sun etc) (syn προβάλλω, αναφαίνομαι, ant δύω, δύνω, βασιλεύω, γέρνω):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατέλλων -ουσα -ον [anatélon] Ε12 : που ανατέλλει: Ο ~ ήλιος. H χώρα του ανατέλλοντος ηλίου*.
[λόγ. < αρχ. ἀνατέλλων μεε. του ἀνατέλλω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατέλλων, -ουσα,-ον [anatélon] gen m & n ανατέλλοντος (L)
- ① rising:
- χώρα του ανατέλλοντος ηλίου |
- (η στέγη) στόλιζε με σκούρα νταντελένια τρίφυλλα την άγονη ανατέλλουσα σελήνη (KPolitis)
- ② rising, emerging:
- ανατέλλουσα μεγαλοφυΐα rising genius |
- ~ ζωγράφος |
- ακρότατος ρομαντισμός είναι η σύγχρονη τέχνη, μέσα στην οποία κάποτε διαφαίνεται η ανατέλλουσα διαλεκτική αντίθεσή της, το κλασικό στοιχείο (Tsatsos)
- ③ dent.phr ανατέλλοντες οδόντες (Kath) erupting teeth
[fr kath ανατέλλων prp of ανατέλλω]
- ① rising: