Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανατάραξη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανατάραξη η [anatáraksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναταράσσω: Aναταράξεις του αεροπλάνου λόγω κενών αέρος. (μετεωρ.) Aτμοσφαιρική ~.

[λόγ. αναταρακ- (αναταράσσω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. perturbation]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανατάραξη [anatáraksi] η, (L)
  • agitation
  • ⓐ phr ~ αέρος bumpiness of air, air turbulence

[fr kath (neol) ανατάραξις (Koumanoudis) ← K *ἀνατάραξις (: ἀναταράσσω); cf τάραξις & cpds such as AG ἐκτάραξις, συντάραξις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες