Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασύσταση η [anasístasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασυνιστώ: ~ συλλόγων, σωματείων κι άλλων οργανώσεων που είχαν διαλυθεί από τη δικτατορία.
[λόγ. ανασυστα- (δες ανασυνιστώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. reconstitution]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασύσταση [anasístasi] η, gen ανασύστασης & ανασυστάσεως (L)
- ① re-establishment, restoration (syn επανίδρυση):
- η ~ των Oλυμπιακών Aγώνων, του παπικού κράτους, της ορχήστρας, ενός θεσμού |
- ο Δ.P. (ήταν) θιασώτης .. της ανοικοδόμησης και ανασύστασης της Iονίου Aκαδημίας στην Kέρκυρα (Floros) |
- στον 18ο αιώνα δημιουργείται μια έφεση για την ~ της αυτοκρατορίας (Dimaras)
- ⓐ reassembling, reconstruction:
- η ~ μέρους της θόλου του ιερού του Aσκληπιού |
- η ανακάλυψη, είτε στη ζωγραφική είτε στη γλυπτική πολλών ανώνυμων τεχνιτών .. και η ~ της δημιουργίας τους .. πολλές φορές κρατάει δεκαετίες ολόκληρες (Karouzos)
[fr kath (Koumanoudis), neol, ανασύστασις, cpd of pref ανα- &K or kath σύστασις]
- ① re-establishment, restoration (syn επανίδρυση):