Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασύρω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανασύρω [anasíro] -ομαι Ρ αόρ. ανέσυρα, απαρέμφ. ανασύρει, παθ. αόρ. ανασύρθηκα, απαρέμφ. ανασυρθεί : 1.σέρνω κτ. ιδίως προς τα πάνω. α. ανεβάζω κτ.: Aνέσυραν την άγκυρα / τα δίχτυα. β. βγάζω: Οι επιβάτες ανασύρθηκαν νεκροί από τα συντρίμμια του αυτοκινήτου. 2. (μτφ.) επαναφέρω κτ. στη δημοσιότητα, ενώ ήταν ξεχασμένο: Aνέσυραν πάλι εκείνη την παλιά υπόθεση με τους σατανιστές.

[λόγ. < ελνστ. ἀνασύρω (αρχ. ἀνασύρομαι `σηκώνω το ρούχο μου΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασύρω [anasíro] (L) (& D ανασέρνω, region. ανασύρνω), ανάσερνα & ανέσερνα, aor ανάσυρα & ανέσυρα (subj ανασύρω), mediop ανασύρομαι (L), ανασέρνομαι (D), ανασύρνομαι region., aor ανασύρθηκα (subj ανασυρθώ)
  • ① draw (up or out), lift (up or out), pull (up or out), raise, haul (syn ανεβάζω, ανασηκώνω):
    • χώνει το χέρι στην τσέπη του, γυρεύει ν' ανασύρει κάτι |
    • ~ ελαφριά το ιμάτιο |
    • ο M. ανάσυρε με ευλάβεια από μια βούργια το αρτοφόρι (Prevelakis) |
    • ανασέρνω τα δίχτυα, το παραγάδι |
    • αν ο ψαράς δεν ξέρει επιδέξια ν' ανασύρει το μελανούρι, τούτο έχει τον τρόπο να ξαγκιστρωθεί (Bastias) |
    • εργάτες ανέσυραν από τη θάλασσα λίγα ακόμη κομμάτια από γλυπτά (Lazaridis) |
    • ανάσυραν από τις στάχτες μια τενεκεδένια περικεφαλαία (KPolitis) |
    • (ο συγγραφέας) ξεκινάει για να ανασύρει από μέσα του μνήμες που πρέπει να 'ρθουν στην επιφάνεια (Charis) |
    • η νεορομαντική σχολή των Aθηνών ανάσυρε από την περιφρόνηση και τη λήθη το δημοτικό τραγούδι (Chourmouzios, adapted) |
    • ποίηση που προσπαθεί .. ν' ανασύρει από τον ολόγυρα κόσμο τη μυστική αρμονία (Panagiotop) |
    • η Aνθολογία ανάσερνε, ξεδιάλεγε, έσωζε και ξανάσπερνε τον (ποιητικό λόγο) (RApostolidis) |
    • ο Θεός .. ανέσυρε την ύπαρξη από το μηδέν (Tatakis) |
    • poem και την πικρή σαγίτα ανάσυρε, στον ώμο μου που εμπήχτη (Homer Il 5.110 Kaz-Kakr) |
    • .. σε βαθιά λάσπην έχω βουτηχθεί | πηλού πηχτού και δεν υπάρχει ποιος θα με ανασύρει (Papatsonis) |
    • ο αγώνας της Kύπρου .. ανέσυρε το προσωπείο της επίσημης υποκρισίας (Terzakis)
  • ② phrases
  • ⓐ ανασέρνω νερό draw, scoop up (syn αντλώ):
    • κατέβασε στο πηγάδι τον κουβά ν' ανασύρει νερό να πιει |
    • ανάσερναν με κουβάδες νερό και πότιζαν τα χωράφια |
    • (ο Oδυσσέας) λούζεται ανασέρνοντας νερό από τον ποταμό (Kakridis) |
    • poem .. ολόγλυκο κρασί από το κροντήρι | το ξέχειλο ανάσερναν, κι έχυναν σπονδές στη Γλαυκομάτα (Homer Il 10.579 Kaz-Kakr)
  • ⓑ ανασέρνω σπαθί, μαχαίρι κλ unsheath, draw (syn τραβώ σπαθί, μαχαίρι κλ, ξεσπαθώνω, L ξιφουλκώ):
    • poem απ' το βαθύ ζωνάρι ανάσυρε γυαλιστερό μαχαίρι (ib 2.799)
  • ⓒ ανασέρνω τον πέπλο του μυστηρίου uncover the mystery
  • ⓓ ανασέρνω κραυγή, φωνή κλ raise a cry, cry out, shriek:
    • poem μα ως τον αντίκρυσαν οι κοπελιές, τον είδαν οι χαροκόποι, | βραχνή μεγάλη ανάσυραν φωνή στου δοξαρά την όψη (ib 11.1247)
  • ⓔ naut ανασέρνω την άγκυρα (syn σηκώνω άγκυρα) heave or weigh anchor
  • ③ slander, accuse (syn διασύρω, κακολογώ, συκοφαντώ):
    • την ανασέρνουν την καημένη |
    • δεν είναι σωστό να τον ανασέρνουν

[fr kath ανασύρω ← K; ἀνασύρνω & -σέρνω fr MG (also Somavera) ← K ἀνασύρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες