Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασύνδεση η [anasínδesi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασυνδέω: ~ δύο καλωδίων / του τηλεφώνου / των σχέσεων.
[λόγ. ανασυνδέ(ω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. renouement & αγγλ. reconnection]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασύνδεση [anαsín∂esi] η,
- rejoining, reconnection, (re)union (syn επανασύνδεση):
- επρόκειτο να γίνει ~ της Eλλάδας με το NATO |
- η προσπάθεια για ~, που μας επιβάλλει το κομματιαστό διάβασμα, μολεύει την αγνότητα της χαράς μας (Chatzinis) |
- ο Πετράρχης και ο Bοκάκιος (Boccaccio) .. αφιερώθηκαν στη συστηματική ~ του παρελθόντος με το παρόν (Kanellop) |
- τα πνευματικά ρεύματα με τα οποία συνδέεται η ελληνική επανάσταση επέτρεψαν .. μιαν ~ με την αρχαία Eλλάδα (IPesmazoglou)
- ⓐ phr ~ φιλίας, σχέσεων κλ renewing, renewal; η ~ των σχέσεων των κατοίκων της βυζαντινής αυτοκρατορίας με τη Pώμη (Vacalop):
- οι Kύπριοι κατά τις αρχές του 15ου αι. επιθυμούν την ~ των σχέσεων με το οικουμενικό πατριαρχείο (id.)
[fr kath ανασύνδεσις, der of kath ανασυνδέω; cf K ἀνάδεσις, AG σύνδεσις, K ἐπισύνδεσις etc]
- rejoining, reconnection, (re)union (syn επανασύνδεση):