Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασχηματισμός ο [anasximatizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασχηματίζω: Mερικός / γενικός ~ της κυβέρνησης, αντικατάσταση ορισμένων / όλων των υπουργών.
[λόγ. ανασχηματισ- (ανασχηματίζω) -μός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασχηματισμός [anasCimatizmós] ο, (L)
- reconstitution, reconstruction, re-formation, transformation:
- ο θεωρητικός νους χρησιμοποιεί στις κατασκευές του, με τους αλλεπάλληλους ανασχηματισμούς που επιχειρεί, ολοένα περισσότερα στοιχεία της διευρυνόμενης πραγματικότητας (Papanoutsos) |
- οι εύκολοι ανασχηματισμοί των καταστάσεων και των διαψεύσεων ασκούν απαγορευτική επίδραση στη στερεοποίηση ενός προσώπου (Panagiotop)
- ⓐ phr ~ της κυβερνήσεως reorganization, reshuffling of the cabinet
[fr kath (Koumanoudis), neol, ανασχηματισμός, der of ανασχηματίζω]
- reconstitution, reconstruction, re-formation, transformation: