Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασχηματίζω [anasximatízo] -ομαι Ρ2.1 : σχηματίζω, δημιουργώ κτ. εκ νέου: Σύννεφα που διαλύονται και ανασχηματίζονται. Aνασχηματίζεται η κυβέρνηση, γίνεται κυβερνητικός ανασχηματισμός.
[λόγ. ανα- σχηματίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασχηματίζω [anasçimatízo] aor ανασχημάτισα, mi ανασχηματίζομαι (L)
- Ⓐ trans re-form, reconstitute, reconstruct, remake, transform:
- η Bαλκανική χερσόνησος ανασχηματίζεται |
- η κυβέρνηση ανασχηματίζεται the cabinet is reshuffled, reorganized |
- η φαντασία ανασχηματίζει τις εικόνες που μας δίνει η αντίληψη |
- και η παροδική εκείνη θύελλα ανασχημάτιζε .. τη γεωγραφική φυσιογνωμία της Eυρώπης (Panagiotop) |
- (δυνατοί πόθοι) που ξεσπώντας από τα έγκατα της γης ανασχηματίζουν τη ζωή και της δίνουν καινούργια πίστωση χρόνου και δημιουργίας (Karantonis, adapted) |
- μορφές του ηθικού βίου .. σχηματίζονται, ανασχηματίζονται και αποσχηματίζονται μέσα στην πνευματική ιστορία του ανθρώπου (Papanoutsos)
[fr kath (Koumanoudis) ανασχηματίζω ← K ἀνασχηματίζω, cpd of ἀνα- & AG σχηματίζω]
- Ⓐ trans re-form, reconstitute, reconstruct, remake, transform: