Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασχετικός -ή -ό [anasxetikós] Ε1 : που προκαλεί ανάσχεση: Φάρμακο ανασχετικό της αιμορραγίας. Aνασχετικά έργα σε χείμαρρο, αντιπλημμυρικά. Aνασχετικοί πύραυλοι.
ανασχετικά ΕΠIΡΡ: H απαγόρευση επιδρά ~ στις ενστικτώδεις τάσεις. [λόγ. < ελνστ. ἀνασχετικός `υπομονετικός΄ κατά τη σημ. της λ. ανάσχεση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασχετικός, -ή, -ό [anasCetikós] (L)
- checking, stopping, holding:
- ανασχετικές δυνάμεις, συνέπειες |
- ανασχετική επιρροή, ανασχετικά εμπόδια, ~ παράγοντας |
- ανασχετικές επιδράσεις στην οικονομική ανάπτυξη |
- οι διατιμήσεις είναι ανασχετικές της παραγωγής και διανομής των προϊόντων (PSolomos) |
- δύναμη ανασχετική της προσωπικής ζωής είναι ο αυτοματισμός (Panagiotop) |
- κατά τον Πλάτωνα οι γενικοί κανόνες είναι ανασχετικοί φραγμοί της καθαρής λειτουργίας του λόγου (Tsatsos) |
- η παρουσία των συγγραφέων είναι αναγκαία σα μια δύναμη ανασχετική στις αυξανόμενες τάσεις ρομποτοποιήσεως του κόσμου (Chatzinis)
- ⓐ milit phr ανασχετικά πυρά final protective fires:
- ανασχετική τοποθεσία delaying position
[fr kath ανασχετικός ← K ανασχετικός, der of ἀνασχετός (: ἀνέχω) w. suff -ικός]
- checking, stopping, holding: