Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάσχεση η [anásxesi] Ο33 : επιτυχής αντιμετώπιση και ιδίως περιορισμός της έκτασης μιας δυσάρεστης ενέργειας ή κατάστασης: ~ της εχθρικής προέλασης / του πληθωρισμού. Mέτρα / φάρμακα για την ~ μιας επιδημίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάσχε(σις) -ση, αρχ. σημ.: `σήκωμα ψηλά΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάσχεση [anásCesi] η, gen ανάσχεσης & ανασχέσεως (L)
- ① checking, stopping, suspension:
- η ~ της επιδρομής |
- τα γυμνάσια είχαν σαν σκοπό την ~ των δυνάμεων του αντιπάλου |
- το άλογο παριστάνεται σε στάση απότομης ανάσχεσης της πορείας του (Pallas)
- ② fig halting, stoppage:
- δεν έγινε ~ του πληθωρισμού |
- μέτρα ανασχέσεως της αλητείας, της μεταναστεύσεως |
- απαιτείται κάποια ~ στη φρενήρη άνοδο των ενοικίων |
- η ~ της παραγωγικής δραστηριότητας |
- η ~ ειδικών σπουδών στην Eλλάδα |
- δεν έγινε ~ του φαινομένου της υπερσυγκεντρώσεως που εμφανίζουν οι μεγάλες πόλεις |
- η διγλωσσική διδασκαλία δημιουργεί πολλά προβλήματα ανάσχεσης στην πνευματική ανάπτυξη των παιδιών (Geros)
- ⓐ econ halting (of development), stoppage, stagnation:
- είναι περίοδος οικονομικής ανασχέσεως |
- η χώρα δοκιμάζει μια ~ |
- ~ του ρυθμού αύξησης του εθνικού εισοδήματος |
- σοβαρές αναταραχές ή αστάθεια προκαλούν ~ στην ανάπτυξη της οικονομίας (IPesmazoglou) |
- η έξοδος (του εργατικού δυναμικού) έχει ως αποτέλεσμα την ~ της αναπτύξεως (Angelop, adapted)
- ⓑ psych inhibition, suppression (syn αναστολή 2):
- συναισθηματικές ανασχέσεις |
- οι ανωμαλίες του (προφορικού και γραπτού) λόγου, η ασυναρτησία .. οι ανασχέσεις .. είναι συμπτώματα διαταραχών του χαρακτήρα (Papanoutsos)
- ⓒ milit containment:
- δύναμις ανασχέσεως containing force |
- οχυρό ανασχέσεως barrier fort
[fr kath ανάσχεσις ← K ἀνάσχεσις, der of ἀνέχω, aor subj ἀνάσχω]
- ① checking, stopping, suspension: