Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασφάλεια η [anasfália] Ο27 : έλλειψη ασφάλειας: Bρίσκεται κάποιος / κτ. σε ~. || το σχετικό συναίσθημα: Tο αίσθημα της ανασφάλειας. Άτομο γεμάτο ~. Tο ορφανό παιδί νιώθει ~.
[λόγ. ανασφαλ(ής) -εια μτφρδ. γαλλ. insécurité ή αγγλ. insecurity]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασφάλεια [anasfália] η, gen ανασφάλειας (& ανασφαλείας) (L)
- insecurity:
- η αγωνία της ανασφαλείας |
- αίσθημα ανασφάλειας |
- υποφέρει από ~ |
- επαγγελματική ~ |
- η εσωτερική ~ φέρνει απογοήτευση |
- κλίμα ανασφαλείας |
- όσοι κατέχονται από τη δραματικότερη συνείδηση ανασφάλειας εκδηλώνουν την αλαζονικότερη αυτοπεποίθηση (Panagiotop) |
- το ιερό .. έπαψε να δέχεται προσκυνητές από την Eλλάδα, εξαιτίας των ταραχών και της ανασφάλειας (Dakaris)
[fr kath (Koumanoudis) ανασφάλεια, der of ανασφαλής or cpd of αν- & MG ασφάλεια]
- insecurity: