Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασυντάσσω [anasindáso] -ομαι Ρ (βλ. συντάσσω) : συντάσσω κτ. εκ νέου συνήθ. για να το βελτιώσω: ~ ένα κείμενο, το ξαναγράφω. Ο στρατηγός ανασυνέταξε τις δυνάμεις του κι έκανε αντεπίθεση.
[λόγ. ανα- συντάσσω (διαφ. το αρχ. ἀνασυντάσσω `επανεκτιμώ πολεμικό φόρο΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασυντάσσω [anasindáso] (L) (D &
- Kazantz ανασυντάζω), aor subj ανασυντάξω, mi ανασυντάσσομαι, aor ανασυντάχτηκα (& ανασυντάχθηκα), (subj ανασυνταχτώ & ανασυνταχθώ)
- ① reconstruct, reorganize (syn ανασυγκροτώ 2):
- η Aγγλία του 1962 .. ανασυντάσσεται και ανοικοδομείται (Terzakis)
- ⓐ milit regroup, reorganize (syn ανασυγκροτώ 2b):
- μόλις ανασυντάξω το κλιμάκιο, θα διατάξω επίθεση (TAthanasiadis) |
- κατορθώθηκε ν' ανασυνταχτούν τ' απομεινάρια του στρατού της Aνατολής (ADoxas) |
- οι πολυβολητές του πιάνονται πάνω στον ύπνο .. αλλά πιο πίσω, οι άλλοι ξυπνάνε, ανασυντάσσονται .. και τότε αρχίζει η πάλη σώμα με σώμα (Terzakis)
- ② fig put back together, reassemble, reconstruct:
- δίχως τη γενεαλογία (των πλατωνικών διαλόγων) ήταν αδύνατο ν' ανασυνταχθεί το πρόσωπο της ιδέας, που όψεις του μοναχά παρουσιάζει κάθε διάλογος (Theodorakop)
- ③ fig reorganize, reconstruct:
- οι βραδινές καφετερίες .. σου δίνουν την ευκαιρία ν' ανασυντάξεις τις εντυπώσεις σου (Chatzinis) |
- η αναμέτρηση θα μας δώσει καινούργια μέτρα για να ανασυντάξωμε τα κριτήριά μας τα αναφερόμενα στην ποίηση (Georgoulis) |
- ανασυντάσσεται κανείς, όταν βλέπει γύρω του τα πάντα χρεοκοπημένα (Charis, adapted) |
- θεία μανία σπρώχνει τον πνευματικό άνθρωπο ν' ανασυντάξει την ψυχικότητα και την πνευματικότητα των ανθρώπων (Theodorakop)
[fr kath ανασυντάσσω ← AG ἀνασυντάσσω]