Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασυγκρότηση η [anasiŋgrótisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασυγκροτώ: ~ των δημόσιων υπηρεσιών / του στρατού. Οικονομική ~ μιας χώρας.
[λόγ. ανασυγκροτη- (ανασυγκροτώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. réconstruction & αγγλ. reconstruction]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασυγκρότηση [anαsingrótisi] η, gen ανασυγκροτήσεως, (L)
- ① reconstruction, rebuilding, repair:
- η ~ της πρωτεύουσας, του τόπου |
- έργα ανασυγκροτήσεως |
- το Mουσείο των Δελφών βρίσκεται υπό ~ |
- Διεθνής Tράπεζα Aνασυγκροτήσεως και Aναπτύξεως (ΔTAA) International Bank for Reconstruction and Development
- ② reconstruction, reestablishment, reorganization:
- βιομηχανική, οικονομική, πνευματική ~ της χώρας |
- ~ της οικογενείας |
- η ~ της φιλοσοφίας του "Eυρωπαίου ανθρώπου" |
- ο Λογιόλα .. επρωτοστάτησε στην ~ του κύρους της Pώμης (Kanellop)
- ⓐ milit regrouping, reorganization:
- η στρατιωτική ~ της Πελοποννήσου |
- ~ μονάδος regrouping of a unit |
- ο υπασπιστής του Δ. .. είχε σταλεί στον κεντρικό υποτομέα για να βοηθήσει στην ~ των σκορπισμένων τμημάτων (Terzakis)
- ③ also fig reconstruction, putting back together again, reassembling:
- ~ των ναών |
- μερική ~ του ιερού |
- ~ σε επίπεδη επιφάνεια μέρους από την επικάλυψη περικεφαλαίας (ASakellariou)
- ⓑ reconstruction, re-creation:
- πολύτιμα στοιχεία για την ~, στην ιστορική μας μνήμη, πραγμάτων που χάθηκαν (Kanellop) |
- στοιχειώδης ανάγνωση, σημαίνει ~ των φωνητικών μορφών μιας λέξης πάνω στη βάση της γραφικής της παράστασης (Geros)
[fr kath ανασυγκρότησις, der of ανασυγκροτώ; cf. LK, PatrG, ByzG συγκρότησις]
- ① reconstruction, rebuilding, repair: