Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναστόμωση η [anastómosi] Ο33 : α.άνοιγμα οπής. β. (ιατρ.) ένωση με εγχείρηση δύο κοίλων οργάνων του σώματος. || (ανατ.) πλευρική σύνδεση μεταξύ δύο αγγείων ή νεύρων. γ. (βοτ.) το τμήμα του φυτού όπου συνενώνονται διάφορες διακλαδώσεις φυτικών μερών. δ. (σπάν.) ακόνισμα.
[λόγ. < γαλλ. anastomose < ελνστ. ἀναστόμω(σις) `έξοδος, στόμιο΄ -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναστόμωση [anastómosi] η, physiol, med
- anastomosis:
- ~ αγγείων, εντέρου |
- αναστομώσεις των χοληφόρων του στομάχου
[fr K ἀναστόμωσις ← AG ἀναστόμωσις, der of ἀναστομῶ (-όω)]
- anastomosis: