Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναστυλώνω [anastilóno] -ομαι Ρ1 : (λογοτ.) 1. σηκώνω κτ. όρθιο: Aναστύλωσε το κορμί του. 2. (μτφ.) αναζωογονώ: Aναστυλώθηκε το κουράγιο των ναυαγών, όταν είδαν το ξένο καράβι.
[μσν. αναστυλ(ώ) -ώνω < ανα- στύλ(ος) -ώ > -ώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναστυλώνω [anastilóno] aor αναστύλωσα, (subj αναστυλώσω), mediop αναστυλώνομαι, aor αναστυλώθηκα
- ① lift or raise or hold up (again), reerect:
- ~ μία κολόνα |
- αναστύλωσε το κορμί της |
- το χέρι που αναστύλωσες γι' απάνω μου δεν μπορώ να σ' το σχωρέσω (Papatsonis) |
- ο νεαρός αναστυλώνεται στο ιδανικό έκλευκο βάθρο .. στα μάτια της ψυχής εκείνου που τον αγαπά και τον έχασε (Palam)
- ⓐ intr mi αναστυλώνομαι hold o.s. up, rise:
- αναστυλώθηκε ορθή, σα λιοντάρι |
- αναστυλώθηκε στην καρέκλα του με ύφος
- ② support, restore:
- εμείς προσφέραμε για να ανασυγκροτηθούν μεγάλοι και μικροί λαοί, να αναστυλώσουν την οικονομία τους (Papanoutsos, adapted) |
- poem στάχυα της νέας συγκομιδής ..|..|..| πούθε βυζαίνετε το φως και με τ' αγνάντεμά σας | αναστυλώνονται οι καρδιές κι οι στεναγμοί ξεχνιούνται (Tsirkas) |
- η κριτική του Pοΐδη θριαμβικά αναστύλωνε την αισθητική αξία της δημοτικής γλώσσας (Chourmouzios) |
- του Aγίου Θωμά τη φιλοσοφία, έλεγε ο πάπας, να την αναστυλώσετε .., να την διαδώσετε (Theodoridis) |
- ο "Θετικισμός" .. θέλησε ν' αναστυλώσει την αισιοδοξία της Eποχής των Φώτων (Kanellop)
- ⓑ phr:
- ~ το ηθικό (syn τονώνω) κάποιου raise s.o.'s spirits, encourage s.o. |
- τον υποδέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά, τον παρηγόρησε, του αναστύλωσε το ηθικό (Karagatsis)
[fr kath (Koumanoudis) αναστυλώ ← K, PatrG ἀναστυλῶ, cpd of ἀνα- & AG, K στυλῶ (-όω)]
- ① lift or raise or hold up (again), reerect: