Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναστρέψιμος -η -ο [anastrépsimos] Ε5 : που μπορεί να πάρει αντίθετη φορά ή κατεύθυνση: Aναστρέψιμη κίνηση / πορεία. || που μπορεί να βελτιωθεί και ίσως να αποκατασταθεί πλήρως: H κατάσταση της υγείας του ασθενούς / η οικονομική κατάσταση είναι άσχημη, αλλά αναστρέψιμη.
[λόγ. αναστρεπ- (αναστρέφω) -σιμος μτφρδ. γαλλ. réversible]