Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναστρέφω [anastréfo] -ομαι Ρ αόρ. ανέστρεψα, απαρέμφ. αναστρέψει, παθ. αόρ. αναστράφηκα, απαρέμφ. αναστραφεί, μππ. ανεστραμμένος* : (λόγ.) 1α. μετακινώ προς την αντίθετη κατεύθυνση ή φορά: ~ μια κίνηση / πορεία. β. (σπάν.) αναποδογυρίζω κτ. 2. (παθ.) α. συναναστρέφομαι με κπ. β. ασχολούμαι με κτ.
[λόγ. < αρχ. ἀναστρέφω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναστρέφω.
-
- I. (Eνεργ.) αναβάλλω:
- εντέχεται να αναστρέψει την ημέραν του (Aσσίζ. 8915).
- II. (Mέσ.) συναναστρέφομαι·
- (σε μεταφ.):
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [681]).
- (σε μεταφ.):
[αρχ. αναστρέφω. H λ. και σήμ. λόγ.]
- I. (Eνεργ.) αναβάλλω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναστρέφω [anastréfo] ipf ανάστρεφε, aor ανάστρεψε (& ανέστρεψε), mi αναστρέφομαι, ipf 3pl αναστρέφονταν, aor αναστράφηκα (subj αναστραφώ) (L)
- Ⓐ trans
- ① turn over or up (syn γυρίζω ανάποδα, αναποδογυρίζω):
- το αεράκι ανάστρεφε τα φύλλα (των πλατάνων), ρόδιζε μια η πράσινη και μια η ασημένια τους μεριά (Karagatsis) |
- ο αέρας τούς ανέστρεφε τα φτερά και φούσκωνε τις κότες (Karagiorgas)
- ② liter & fig invert, turn back, reverse:
- το ποτάμι τραβούσε με βοή προς τα κάτω .. τίποτε δεν θ' ανάστρεφε την πορεία του (Grigoris) |
- με ελαφρή καρδιά αναστρέφομε το φυσικό ρυθμό της ζωής (Papanoutsos) |
- η λόγια παράδοση .. ανέστρεψε τον ρου της πνευματικής ζωής (Tsatsos) |
- ο Πλωτίνος αναχωνεύει όλα τα ρεύματα της ελληνικής φιλοσοφίας .. και τα αναστρέφει προς τις αρχικές τους πηγές (Theodorakop)
- ⓐ naut ~ (sc το ιστιοφόρο) go about, luff (syn D παίρνω τη βόλτα)
- ⓑ law phr ~ την πώληση cancel, void the purchase
- Ⓑ intr mi αναστρέφομαι turn (or go) back, reverse (syn αντιστρέφω):
- ο χρόνος αναστρέφεται, τα περασμένα πλέκουνται με τα τωρινά (Prevelakis) |
- poem κι αναστράφηκαν τα νερά και προδόθηκε | το σκάφος .. (Vrettakos)
- Ⓒ mi trans & intr associate (w.), deal (w.) (syn συναναστρέφομαι, D καταγίνομαι, διατρίβω):
- αναστρέφομαι (or δεν αναστρέφομαι) τον κόσμο |
- αναστρέφομαι ανθρώπους περιωπής |
- ο ερευνητής του εργαστηρίου υποκύπτει σε κάποια εξομοίωση προς τα πράγματα με τα οποία αναστρέφεται (Georgoulis) |
- οι Bυζαντινοί αναστρέφονται με την ελληνική φιλοσοφία |
- (οι Bυζαντινοί μυστικοί) από τη μια θεωρούν το θείο απρόσιτο .. και από την άλλη αναστρέφονται ελεύθερα .. μαζί του (Tatakis)
[fr LMG (Somavera) αναστρέφω ← MG, PatrG ← K (pap, 3rd c. BC - 5th c. AD) ← AG ἀναστρέφω]