Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναστολή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναστολή η [anastolí] Ο29 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναστέλλω, προσωρινή διακοπή: Διήμερη ~ της απεργίας λόγω εθνικής εορτής. ~ μιας βιολογικής / βιοχημικής / πνευματικής / ψυχικής λειτουργίας. || (νομ.) προσωρινή διακοπή που αφορά νόμιμη διαδικασία και γίνεται βάσει νόμων: ~ της ισχύος ενός νόμου / του συντάγματος. ~ μιας δικαστικής απόφασης / πράξης της διοικήσεως. ~ της ποινικής διώξεως κάποιου. Kαταδικάστηκε σε δέκα μήνες φυλάκιση με τριετή ~. Δίνω ~ σε κπ. ~ πληρωμών από το κράτος / από μια τράπεζα. ~ κατατάξεως κάποιου στο στρατό, αναβολή. 2. (συνήθ. πληθ.) για δισταγμό με κίνητρο ηθικού περιεχομένου: Άνθρωπος χωρίς αναστολές.

[λόγ. < ελνστ. ἀναστολή `συγκράτηση΄ & σημδ. γαλλ. suspension συν. του arrêt]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναστολή [anastolí] η, (L)
  • ① checking, stopping, suspension, restraint (syn αναχαίτιση, ανάσχεση, ανακοπή, συγκράτηση):
    • ~ της εχθρικής προελάσεως checking of the enemy advance |
    • τους παραγγέλλει να πάρουν τα κατάλληλα μέτρα για την ~ του κακού (Vacalop)
  • ② suspension, deferment, postponement:
    • ~ της απεργίας suspension of the strike |
    • ~ των θεσμών ελευθερίας |
    • ~ των λαϊκών ελευθεριών |
    • ~ των πυρηνικών δοκιμών |
    • ~ των εχθροπραξιών suspension of hostilities |
    • έχουμε μια προσωρινή ~ στη διάθεση μεγάλων ποσοτήτων ελαιόλαδου |
    • ~ στρατεύσεως λόγω σπουδών student deferment |
    • η ~ των εργασιών δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από τριάντα μέρες (Christidis) |
    • μερικές από τις διατάξεις που θίγονται δεν επιδέχονται καμιά απολύτως ~ (id., adapted)
  • ⓐ psych inhibition, suppression:
    • ο τεχνίτης με την ~ της λειτουργίας του λόγου γίνεται έρμαιο ψυχικών μηχανισμών που δεν μπορεί να τους κυβερνήσει (Papanoutsos) |
    • είχε αδιάκοπα αμφιβολίες και ψυχικές μέσα του αναστολές (Kanellop) |
    • χιλιάδες άτομα, με την προσωπικότητά τους υπό ~ .. συνεπαίρνονται από ένα είδος οργιαστικής λατρείας του προσώπου που πέτυχε να φτάσει σε τέτοιο επίπεδο προβολής (Terzakis)
  • ⓑ physiol, med stopping, inhibition:
    • κακή ψυχική διάθεση, υπερβολική ενεργητικότητα, ανήκουν .. στις αιτίες αναστολής της ζωής (Louros) |
    • η ανθρώπινη ζωή από τη φυσική της άποψη δεν είναι τίποτ' άλλο παρά μια αδιάκοπη παραγωγή και ~ (id.)
  • ⓒ law suspension, deferment, reprieve, stay:
    • ~ εκτελέσεως injunction; stay of execution |
    • ~ (του υπολοίπου) της ποινής parole |
    • το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν λογαριάζεται στον καιρό της παραγραφής (Christidis)
  • ⓓ econ phr:
    • ~ πληρωμών suspension of payments |
    • αναστολές πληρωμής συχνότατα προετοιμάζουν την χρεωκοπία (Terzakis)

[fr MG αναστολή ← K, PatrG ← AG ἀναστολή, der of ἀναστέλλω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες