Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναστενάρης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναστενάρης ο [anastenáris] Ο11 θηλ. αναστενάρισσα [anastenárisa] Ο27 : μέλος της ομάδας που κάνει πυροβασία στα αναστενάρια.

[ίσως ανα- μσν. *στρηνάρης `δαιμονισμένος΄ < ελνστ. στρην(ός) `στριγκός΄, τό στρῆ ν(ος) `αχαλίνωτη επιθυμία΄ -άρης και παρετυμ. αναστενάζω· αναστενά ρ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναστενάρης1 [anastenáris] ο, pl αναστενάρηδες, αναστενάρισσα [anastenárisa] η,
  • member of the orgiastic company which performs the αναστενάρια:
    • οι αναστενάρηδες πατούν στις φωτιές μια φορά το χρόνο |
    • τρεις αναστενάρισσες, μια με το εικόνισμα στα χέρια .. χόρεψαν το γνώριμο οργιαστικό χορό επί δύο ώρες (KRomeos)

[of obscure etymology]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναστενάρης2 [anastenáris] ο, αναστενάρα [anastenára] η,
  • possessed person (syn δαιμονόπληκτος):
    • poem .. χύθηκε ο πατούχας κι άσκωσε τον έρμο αναστενάρη (Kazantz Od 9.423) |
    • η αναστενάρα γέλασε κι ουρλιάει βραχνόλαλα σαν όρνιο (ib 6.880)

[of obscure etymology]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες