Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναστενάζω [anastenázo] Ρ2.2α : βγάζω αναστεναγμό: ~ από λύπη / πόνο / ευχαρίστηση / ανακούφιση. Aναστέναξε βαθιά καθώς θυμήθηκε τα περασμένα. || (επέκτ.) στενοχωριέμαι πολύ: Aναστενάζει η ψυχή / η καρδιά κάποιου.
[αρχ. ἀναστενάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναστενάζω· ανεστενάζω.
-
- Aναστενάζω:
- (Πανώρ. Γ´ 493)·
- (προκ. για άψυχα):
- Aναστενάζουν τα βουνά (Λίβ. Sc. 2631).
[αρχ. αναστενάζω. H λ. και σήμ.]
- Aναστενάζω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναστενάζω [anastenázo] aor αναστέναξα
- sigh, moan, groan (syn στενάζω):
- αναστενάζει βαθιά, συχνά |
- ~ από τα βάθη της ψυχής μου |
- ~ από λύπη |
- έπεσε στον καναπέ αναστενάζοντας |
- τα παλληκάρια είχανε ριγμένα τα κεφάλια κάτου, αναστενάζανε, βογγούσανε και δεν μιλούσαν (Vlachogiannis) |
- οι μητέρες .. αναστενάζουν, όταν δεν έχουν τα μέσα να εξασφαλίσουν το μέλλον στα κορίτσια τους (Ouranis, adapted) |
- οι νέες των επαρχιών κοιτάν ρεμβές το δρόμο κι αναστενάζουνε γιατί κανένας δεν περνά (id.) |
- folks. αδύνατό 'ναι να καεί κερί και να μη στάξει | κι αγάπη να θεμελιωθεί να μην αναστενάξει |
- κάπου κάπου αναστενάζεις απ' τα φύλλα της καρδιάς
- ⓐ fig sigh softly, moan:
- ακούς απόξω από το κατώφλι σου τη θάλασσα ν' αναστενάζει (Kazantz) |
- poem γροικάει πουλιά και κουβεντιάζουνε, δεντρά κι αναστενάζουν (id., Od 18.346) |
- ακούγονταν ..|..| τ' αστέρια που 'παιρναν βαθιές εισπνοές κι αναστενάζαν ήσυχα (Ritsos)
[fr LMG (Somavera) αναστενάζω ← MG ← K (NT) ← AG ἀναστενάζω]
- sigh, moan, groan (syn στενάζω):