Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναστατωμένος, -η, -ο [anastatoménos]
- ① thrown into disorder, turned upside down, stirred up, messed (up):
- μαλλιά, γένια αναστατωμένα shaggy, disarranged hair, beard |
- πεζοδρόμια αναστατωμένα, λάσπες, γιαπιά μισοτελειωμένα (Kazantz) |
- όταν η γάτα κατέβηκε ήταν αξιοδάκρυτη .. με τα γουναρικά της ξεμαλλιασμένα, τα μποά της αναστατωμένα, χάλια (Myriv)
- ⓐ fig turned upside down, upset, disturbed:
- η πόλη, η πλατεία ήταν αναστατωμένη |
- το Bερολίνο το αναστατωμένο από την Kατοχή |
- ο τόπος είναι ~ από τους προεκλογικούς αγώνες (Petsalis, adapted) |
- μια αναστατωμένη άνοιξη, που οι ριπές του ανέμου παράσερναν τα λερωμένα πέπλα της (Plaskovitis)
- ② upset, confused, roused, agitated, flustered (syn ταραγμένος):
- πρόσωπο αναστατωμένο |
- καρδιά, όψη αναστατωμένη |
- αναστατωμένη από το θυμό convulsed with anger |
- παιδιά τρομαγμένα και αναστατωμένα |
- γύρισε σπίτι ~, έδειχνε ~ |
- τη βρήκε αναστατωμένη |
- αισθανόταν .. τόσο ~ που δεν μπορούσε .. να κουβεντιάσει ήρεμα με κανένα (TAthanasiadis)
[ppp of MG αναστατώνω ← K ἀναστατῶ (-όω)]
- ① thrown into disorder, turned upside down, stirred up, messed (up):