Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασταλτικός -ή -ό [anastaltikós] Ε1 : που αναστέλλει, που προκαλεί αναστολή: ~ παράγοντας. Aνασταλτική ενέργεια / δράση / λειτουργία. Ουσία ανασταλτική / μέτρο ανασταλτικό του
/ της
, που αναστέλλει κτ.: Mέτρα ανασταλτικά της φοροδιαφυγής / αισχροκέρδειας. Ουσίες ανασταλτικές της ωορρηξίας. (βιολ.) Aνασταλτικό γονίδιο / νεύρο. (τεχνολ.) ~ κοχλίας. Aνασταλτική βαλβίδα. (νομ.) Δικαιοπραξία με ανασταλτικό χαρακτήρα / αποτέλεσμα. H έφεση δεν είχε ανασταλτικό χαρακτήρα κι ο κατάδικος οδηγήθηκε στη φυλακή.
ανασταλτικά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί κάποιος / λειτουργεί κτ. ~. [λόγ. < ελνστ. ἀνασταλτικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασταλτικός, -ή, -ό [anastaltikós] (L)
- ① checking, stopping, hindering, restraining (syn αναχαιτιστικός, ανασχετικός):
- ανασταλτικοί μηχανισμοί εμποδίζουν την πρόοδο |
- ανασταλτική πολιτική εξελικτικού ρεύματος |
- παράγοντες ανασταλτικοί στην παρακμή του νησιού |
- ο ρόλος του θρησκευτικού δόγματος ~ στην επιστημονική γνώση |
- ο ~ρόλος της Kαλυψώς ως προς το νόστο του Oδυσσέα (Maronitis, adapted) |
- κάθε μορφή δημοκρατίας καθορίζει μια διαδικασία, διάφορα είδη ανασταλτικών φραγμών, ώστε η μειοψηφία να αποφαίνεται με ισοτιμία (Tsatsos) |
- οι γυναίκες, τα παιδιά και οι γονείς δεν αποτελούν για τον πολεμιστή μια παρορμητική μόνο δύναμη αλλά και ανασταλτική (Kakridis, adapted) |
- απάντησα υπερασπίζοντας την ελευθερία του λόγου από κάθε ανασταλτική ενέργεια της εξουσίας (Melas)
- ⓐ psych inhibitory, suppressing:
- ανασταλτική εσωτερική δύναμη |
- ανασταλτικό αντανακλαστικό inhibitory reflex |
- ένοιωθε .. κάτι ανασταλτικό .. να παραλύει την ατομική πρωτοβουλία του (KPolitis) |
- σήμερα ο χρόνος παίζει ρόλο ανασταλτικό· το επείγον καταδυναστεύει τη ζωή μας (Panagiotop) |
- ψυχολογικοί ανασταλτικοί παράγοντες μοιραία δημιουργούν δεσμεύσεις στη λειτουργία της σκέψης (Dimaras)
- ⓑ med, physiol:
- stopping, inhibitory |
- ανασταλτικό νεύρο
- ⓒ techn. t phr (also fig) ανασταλτική βαλβίδα check valve:
- πολλοί θίασοι είναι .. μια ανασταλτική βαλβίδα στην καλλιέργεια της ποιοτικής ανέλιξης της θεατρικής ζωής (Panagiotop)
- ② suspensory, postponing:
- ανασταλτικά μέτρα |
- η παρέμβαση του υπουργού δεν είχε ανασταλτικό χαρακτήρα
- ⓓ law suspensory, deferring, reprieving:
- η έφεση δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα
[fr kath ανασταλτικός ← MG ← K, der of *ἀνασταλτός (: ἀναστέλλω); αδιάσταλτος, ευπερίσταλτος etc]
- ① checking, stopping, hindering, restraining (syn αναχαιτιστικός, ανασχετικός):