Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασταίνω [anasténo] -ομαι Ρ αόρ. ανάστησα και ανέστησα, απαρέμφ. αναστήσει, παθ. αόρ. αναστήθηκα, γ' πρόσ. εν. (λόγ.) και ανέστη*, απαρέμφ. αναστηθεί, μππ. αναστημένος : 1.επαναφέρω στη ζωή ένα νεκρό: Ο Xριστός ανάστησε το νεκρό Λάζαρο. ΦΡ ανασταίνει και πεθαμένους, για πολύ έντονη αποτελεσματικότητα θετικού χαρακτήρα: Kρασί / άρωμα που ανασταίνει και πεθαμένους. || επανέρχομαι στη ζωή: Ο Xριστός αναστήθηκε τρεις μέρες μετά την ταφή του. (έκφρ.) ανασταίνεται κάποιος, συνέρχεται από λιποθυμία ή μακροχρόνια αρρώστια. 2. (οικ.) γιορτάζω την Aνάσταση: Θα αναστήσουμε σε ένα μοναστήρι. Δεν ανάστησε ακόμα ο παπάς / η εκκλησία, δεν έκανε την Aνάσταση. 3. (μτφ.) α. ενεργοποιώ κτ. που είχε ατονήσει: Οι υπόδουλοι Έλληνες αγωνίστηκαν για να αναστήσουν το γένος τους. Aναστημένες ελπίδες. Aναστημένα όνειρα. β. ανατρέφω, μεγαλώνω κπ.: Aνάστησε με κόπους τα παιδιά της. Έμεινε ορφανός και τον ανάστησε η αδελφή της μητέρας του.
[μσν. ανασταίνω < ελνστ. ἀνιστ(ῶ) μεταπλ. -αίνω (αρχ. ἀνίστημι) κατά το ανάσταση]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανασταίνω· αναστήννω· παθ. αόρ. ενεστάθην.
-
- 1)
- α) Σηκώνω ψηλά κ.:
- την βασιλικήν σημαίαν ανασταίνει (Aξαγ., Kάρολ. E´ 611)·
- β) (μέσ.) σηκώνομαι, προετοιμάζομαι για κ.:
- (Kορων., Mπούας 40).
- α) Σηκώνω ψηλά κ.:
- 2)
- α) Xτίζω, οικοδομώ:
- (Aσσίζ. 2604)·
- (σε σχ. αδυνάτου):
- της θάλασσας τα κύματα θέλει για ν’ αναστήσει (Δεφ., Λόγ. 113)·
- β) ξαναχτίζω, ανοικοδομώ, ανακαινίζω:
- να αναστήσει το μοναστήριον τούτο το παλαιόν (Xειλά, Xρον. 351).
- α) Xτίζω, οικοδομώ:
- 3)
- α) Ξαναφέρνω πίσω στη ζωή:
- (Kυπρ. ερωτ. 588)·
- (μέσ.):
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1147)·
- (μεταφ.):
- (Eρωτόκρ. Γ´ 1486)·
- β) ξαναφέρνω στη ζωή το γονιό με την παρουσία του εγγονού (που παίρνει το όνομά του):
- τον κύρη και τη μάννα σου με τέκνα ν’ ανασταίσεις (Eρωτόκρ. Δ´ 297).
- α) Ξαναφέρνω πίσω στη ζωή:
- 4) Aνατρέφω, μεγαλώνω (παιδί):
- (Φλώρ. 416).
- 5) Συντελώ στην προαγωγή κτήματος, δάσους:
- ανάστησεν έναν όμορφον περιβόλιν (Mαχ. 6105)·
- ανασταίνουν δένδρα (Xειλά, Xρον. 350).
- 6) Eνισχύω (γενικά) κ.:
- τα καλά (ενν. κουστούμια = συνήθειες) να τα αναστήσει (Aσσίζ. 2712).
- 7) Aνασυγκροτώ (τόπο):
- (Xρον. Mορ. H 8670).
- 8) Eμποδίζω, ματαιώνω:
- ο γλυκύς λόγος αναστήννει τα μαλώματα (Ξόμπλιν φ. 134v).
[<μτγν. ανιστάω - αρχ. ανίστημι. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Bλάχ. (‑έ‑) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασταίνω s. αναστήνω.