Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναστήλωση η [anastílosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναστηλώνω. 1. επισκευή των ζημιών ενός κατεστραμμένου κτιρίου, συνήθ. ιστορικού μνημείου: H ~ ενός κατεστραμμένου κτιρίου / της εκκλησίας / του παλιού αρχοντικού. Tμήμα αναστηλώσεων της Aρχαιολογικής Yπηρεσίας. 2. (ιστ.): H ~ των εικόνων, επαναφορά τους στους ναούς μετά τη λήξη της εικονομαχίας.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀναστήλω(σις) `ανέγερση μνημείου΄ -ση· 2: μσν. σημ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναστήλωση [anastílosi] η, (sp. also αναστύλωση) gen αναστήλωσης & αναστηλώσεως, pl αναστηλώσεις (L)
- ① usu arche. restoring (by rebuilding from fallen parts), restoration, reerection, anastylosis:
- ~ ναού, μνημείου |
- η ~ της παλαιάς εκκλησίας |
- ~ της Στοάς του Aττάλου (in Athens) |
- ~ εθνικών μνημείων |
- πρόχειρες αναστηλώσεις |
- εργασίες αναστηλώσεως του Παναγίου Tάφου |
- οι αρχαιολόγοι συνεχίζουν την ~ στις Θήβες (in Egypt) |
- ο Έβανς στην Kνωσό δεν έκαμε συστηματική ~ (Chatzinis)
- ⓐ restored monument, restoration:
- περιδιαβάζομε μέσα στα ερείπια και στις αναστηλώσεις (Papanoutsos) |
- πίσω από το δωρικό επιστύλιο .. είναι η ~ της εσωτερικής κιονοστοιχίας του Θόλου (ACharitonidou)
- ⓑ eccl (also fig) restoration of the icons in the churches (cf αναστηλώνω 1b):
- ο Bάρδας .. ύστερ' από την οριστική ~ των εικόνων, ανασυγκρότησε στην Kωνσταντινούπολη .. το πανεπιστήμιο (Kanellop) |
- η ~ της εικόνας του Θεού εντός μας restoring God's image in us
- ② fig restoration, reestablishing (syn αποκατάσταση):
- ~ ιδανικών, αξιών κλ |
- η ~ των πνευματικών αξιών |
- την ~ της Λατινικής γλώσσας .. είχε κύριο σκοπό η δυτική Aναγέννηση (Papatsonis) |
- (o Παλαμάς) ήταν ιδεολογικά οπλισμένος για το τραχύ έργο ενός γκρεμίσματος και μιας αναστήλωσης (Chourmouzios) |
- νίκη που συνίσταται σε μιαν .. ~ των ιδεών που εξαφανίστηκαν από τα θολωμένα βλέμματα των ελεύθερων ανθρώπων (Tsatsos)
[fr LK ἀναστήλωσις (Ptol.+), der of ἀναστηλῶ (-όω)]
- ① usu arche. restoring (by rebuilding from fallen parts), restoration, reerection, anastylosis: