Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναστέναγμα το [anasténaγma] Ο49 : (προφ.) ο αναστεναγμός.
[μσν. αναστέναγμα < αναστενακ- (αναστενάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναστέναγμα [anasténaγma] το, (& Palam αναστένασμα) = αναστεναγμός
- :
- ανθρώπινο, βαθύ, βαρύ, κρύφιο, σιγανό, παραπονεμένο, ελαφρό, πικρό ~ |
- βγάζω ~ breathe a sigh |
- άφηνε βαθιά αναστενάγματα |
- τον άκουσε ν' ανασαίνει αλλόκοτα, ένα συρτό, ασταμάτητο ~ (Tsirkas) |
- folks. όποιος φοβάται τη φωτιά ας μην έλθει κοντά μου, | διά να μην τόνε κάψουνε τ' αναστενάγματά μου |
- poem ω θάνατε, λυπήσου με, λυπήσου με και φθάσε· | ένα ~ γλυκό μου φαίνεται πως θα 'σαι (Solom) |
- .. σμίγουν ο πόνος της σκλαβιάς κ' η ελπίδα της πατρίδας μέσα στ' αναστενάσματα και μέσα στ' αχνογέλια (Palam) |
- τόσο αναστέναξα βαθιά, που τ' αναστέναγμά μου | σα να μου γίνηκε ραβδί και καρδιοστήριγμά μου (Sikel)
- ⓐ =αναστεναγμός b:
- τα αναστενάγματα της τζαζ |
- poem άλλαξε τ' ~ τ' αγέρα μες στα δέντρα (Krystallis)
[fr MG ἀναστέναγμα, & αναστένασμα fr MG αναστένασμα, both der of K, MG αναστενάζω; cf αναστεναγμός & -σμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναστέναγμα(ν) το· αναστέναμα· αναστένασμα.
-
- Aναστεναγμός:
- (Περί ξεν. 80).
[<αναστενάζω + κατάλ. ‑μα(ν). Τ. ‑αμαν στο Meursius. O τ. ‑αμα στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. H λ. (‑α) και σήμ.]
- Aναστεναγμός: