Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναστέλλω [anastélo] -ομαι Ρ αόρ. ανέστειλα, απαρέμφ. αναστείλει, παθ. αόρ. αναστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανεστάλη, ανεστάλησαν, απαρέμφ. ανασταλεί : (για ενέργεια, λειτουργία κτλ.) διακόπτω προσωρινά: Ο εχθρός ανέστειλε την προέλασή του. Aναστέλλεται η έκδοση μιας εφημερίδας. Aναστέλλεται η απεργία. || (νομ.) για προσωρινή διακοπή που γίνεται βάσει διατάγματος ή νόμου: Aναστέλλονται οι διορισμοί κατά την προεκλογική περίοδο. Aναστέλλονται οι δημόσιες πληρωμές λόγω κηρύξεως πολέμου. Aναστέλλεται η εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης / η άσκηση μιας δικαιοπραξίας.
[λόγ. < αρχ. ἀναστέλλω `τραβώ πίσω, συγκρατώ΄ & σημδ. γαλλ. suspendre, συν. του arrêter]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναστέλλω.
-
- 1) Kάνω κάπ. να διακόψει κ. που κάνει:
- ταύτην … ανέστειλα του θρήνου (Διγ. Gr. 2196).
- 2) Παραλύω (μια σωματική ικανότητα):
- αναστείλωμεν αυτού την πάντολμον ανδρείαν (Διγ. Z 3255).
[αρχ. αναστέλλω. H λ. και σήμ.]
- 1) Kάνω κάπ. να διακόψει κ. που κάνει:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναστέλλω [anastélo] ipf 3pl ανέστελλαν, aor ανέστειλα (subj αναστείλω), pass αναστέλλομαι, ipf 3sg αναστελλόταν, aor (kath) ανεστάλη, subj ανασταλεί, (L)
- ① hold in check, to check, stop (syn ανακόπτω, αναχαιτίζω):
- ~ την προέλαση του εχθρού contain the enemy's advance
- ② interrupt, postpone, suspend (syn αναβάλλω, διακόπτω):
- τα ταχυδρομεία ανέστειλαν τη διανομή των επιστολών |
- ο Π. αναστέλλει τις δημόσιες δηλώσεις |
- η εφημερίδα ανέστειλε την έκδοσή της |
- η εκτέλεση των έργων είχε ανασταλεί προσωρινά |
- αναγκάσθηκαν να αναστείλουν τις εργασίες τους για ένα χρονικό διάστημα |
- δεν πρέπει να συνεχίσουμε τον αγώνα, αλλά να τον αναστείλουμε για να εξοικονομήσουμε δυνάμεις (Terzakis) |
- ο νόστος του Oδυσσέα έχει ανασταλεί, γιατί ο ήρωας .. μένει καθηλωμένος στο νησί της Kαλυψώς (Maronitis) |
- στη μαυροντυμένη πόλη κάθε ζωή έχει ανασταλεί (Ouranis)
- ⓐ med inhibit:
- αν σημαντικές λειτουργίες του οργανισμού αναστέλλονται, το άτομο πεθαίνει |
- μια ουσία (που παράγουν τα καρκινωματικά κύτταρα) αναστέλλει τη δράση των λευκών αιμοσφαιρίων
- ⓑ psych inhibit:
- ~ το αίσθημα της δυσφορίας
- ⓒ econ:
- phr ~ τις πληρωμές suspend or stop payment
- ⓓ law suspend, defer, stay:
- ~ την εκτέλεση της καταδίκης stay the execution of a sentence |
- ~τη δίωξη suspend proceedings |
- ~ εκτέλεση αποφάσεως arrest judgment |
- ~ την ενέργεια νόμου |
- ο βασιλιάς μπορούσε ν' αναστείλει τα συνταγματικά δικαιώματα
- ③ prevent, inhibit, defer:
- ~ την πρόοδο πρσωρινά |
- οι διάφοροι πόλεμοι ανέστελλαν την απρόσκοπτη διεξαγωγή του εμπορίου (Vacalop) |
- με το να υπάρχουν διατιμήσεις αναστέλλεται η αύξηση της προσφοράς (PSolomos) |
- το υφιστάμενο θεσμολογικό πλαίσιο .. αναστέλλει την πνευματική και πολιτιστική αναγέννηση (Zacharas) |
- poem σώσε με, Kύριε, .. | από τη λάμψη του χρήματος που του φωτός τη λάμψη αναστέλλει (Athanasoulis)
- ④ reduce (syn ανακόπτω, ελαττώνω, μειώνω, κόβω):
- phr ~ την ταχύτητα reduce speed
[fr kath αναστέλλω ← MG, K (pap, 1st c. BC-8th c. AD), PatrG ← AG ἀναστέλλω]
- ① hold in check, to check, stop (syn ανακόπτω, αναχαιτίζω):