Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασκουμπώνω [anaskumbóno] -ομαι Ρ1 : 1.(για την κάτω άκρη ρούχου) ανασηκώνω, μαζεύω: ~ τα μανίκια ως τους αγκώνες. Aνασκούμπωσε το χέρι ως τη μασχάλη και το βούτηξε στο νερό. Mε ανασκουμπωμένο το φουστάνι ως τα γόνατα. || Aνασκουμπώθηκε για να ζυμώσει / να πλύνει / να σφουγγαρίσει, σήκωσε τα μανίκια του. Ο χασάπης ανασκουμπωμένος έκοβε το κρέας. 2. (παθ., μτφ.) ετοιμάζομαι, συνήθ. δραστήρια, για να κάνω κτ.: Aνασκουμπώνομαι για δουλειά / καβγά. Οι πολιτευτές ανασκουμπώθηκαν για τις εκλογές. Mην ανασκουμπώνεσαι να φύγεις· δε θα σε αφήσουμε.
[μσν. ανασκουμπώνω < ανασκομπώνω ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [mb] ) < ανακομπώνω (ανάπτ. -σ- ίσως από επίδρ. του ανασηκώνω) < ανακομπ(ώ) `σηκώνω το ρούχο μου, σηκώνω τα μανίκια΄ -ώνω < ανα- κόμπ(ος) -ώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασκουμπώνω [anaskumbóno] (aor subj ανασκουμπώσω) mi ανασκουμπώνομαι, aor ανασκουμπώθηκα (3sg kath ανασκουμπώθη), plupf 3sg είχε ανασκουμπωθεί, imper 2sg ανασκουμπώσου
- ① trans turn up, roll up (of sleeves or trousers):
- ανασκουμπώνει τα μανίκια για να σφουγγαρίσει |
- ~ τα βρακιά μου και μπαίνω στο νερό (Petsalis)
- ② intr mi ανασκουμπώνομαι turn up, roll up one's sleeves (syn ανασηκώνω τα μανίκια):
- ανασκουμπώθηκε για να πλύνει τα χέρια |
- ανασκουμπώθη σαν παλαιστής που έπρεπε να παλέψει |
- folkt (η μπακακού) ανασκουμπώθηκε, έβαλε φωτιά, εμαγέρεψε το κυνήγι (Megas) |
- η Kωστα-Δήμαινα είχε ανασκουμπωθεί, να ετοιμάσει τους οντάδες για το δέξιμο (Petsalis) |
- poem Σήκω, μεγάλε δοξαρά του νου, σήκω κι ανασκουμπώσου, | βάλε στη γης τα χέρια, ζύμωσε, σκύψε στη γης και φύσα (Kazantz Od 14.1360)
- ⓐ fig prepare o.s. for action, get ready, buckle down:
- όλοι ανασκουμπώνουνται για την προετοιμασία της νέας τουριστικής σαιζόν |
- ανασκουμπώθηκε να προκάμει, όσο αυτός θα έλειπε να διορθώσει όλα τα "κακώς έχοντα" (KPapa) |
- σε κοιτάζουν αδιάφοροι .. μονάχα αν τους πλερώσεις ανασκουμπώνουνται και σε βοηθούν (Kazantz) |
- αντί να περιμένουμε παθητικά .. ν' ανασκουμπωθούμε, εφαρμόζοντας σύγχρονες μεθόδους να το πουλήσουμε (sc το προϊόν) ευρύτερα (PSolomos) |
- σαν άντρας ζώνεις τη μέση σου κι ανασκουμπώνεσαι για τον αγώνα (Vlami)
[fr MG ανασκουμπώνω, ανακομβώ (-όω), cpd of ανα- & MG κόμβος]
- ① trans turn up, roll up (of sleeves or trousers):