Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασκολόπιση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανασκολόπιση η [anaskolópisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασκαλοπίζω· ανασκολοπισμός.

[λόγ. < ελνστ. ἀνασκολόπι(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασκολόπιση [anaskolópisi] η, (L)
  • impalement (syn ανασκολοπισμός, D παλούκωμα):
    • η φυσική σειρά των μαρτυρίων που τραβούσαν οι εγκληματίες .., από το ελαφρότερο, τη μαστίγωση, ως το βαρύτερο, την ~ (Kakridis)

[fr MG ανασκολόπισις (Schol. Aesch., Eustathius), der of K ἀνασκολοπίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες