Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασκιρτώ [anaskirtó] Ρ10.1α : παθαίνω μυϊκές συσπάσεις εξαιτίας δυνατού συναισθήματος· σκιρτώ: Aνασκίρτησαν, όταν άκουσαν το μουγκρητό του λιονταριού. ~ από χαρά / έκπληξη. Aνασκιρτά η καρδιά μου.
[λόγ. < ελνστ. ἀνασκιρτῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανασκιρτώ.
-
- Πηδώ επάνω· ζωντανεύω, αποκτώ ξανά ζωή:
- (Λίβ. N 2254).
[μτγν. ανασκιρτάω. H λ. και σήμ.]
- Πηδώ επάνω· ζωντανεύω, αποκτώ ξανά ζωή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασκιρτώ [anascirtó] 2sg ανασκιρτάς, 3sg ανασκιρτά & ανασκιρτάει, ipf 3sg ανασκιρτούσε & ανασκίρτα, aor ανασκίρτησε (L)
- leap (from joy or fear), start, startle, thrill (syn αναπηδώ):
- ~ από χαρά, ευτυχία, φόβο, νοσταλγία |
- μόλις την είδε ανασκίρτησε |
- ξαφνικά ανασκίρτησε, σα να δέχτηκε απ' έξω έναν δυνατό ερεθισμό (TAthanasiadis) |
- poem .. ανασκίρτα | στων φτερών του ακράτητο τον άνεμο όλη η γη (Sikel) |
- αισθάνθηκε το βλέμμα μου στη ράχη της κι ανασκίρτησε ολόκληρη (Ritsos) |
- .. ~| καθώς κραυγάζει ο άνεμος, κι αρπάζω μες στο χέρι | για σένα το μαντήλι μου, του κάκου! και το σειώ (Myrtiotissa) |
- .. ακούστε τη ζωή, | που ανασκιρτά μέσα στο ρέμα κάθε φλέβας (GSmyrniotou)
[fr MG ανασκιρτώ ← K, AG ἀνασκιρτῶ (-άω)]
- leap (from joy or fear), start, startle, thrill (syn αναπηδώ):