Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασκευή η [anaskeví] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασκευάζω: ~ της διδασκαλίας / των θεωριών / των κατηγοριών κάποιου.
[λόγ. < ελνστ. ἀνασκευή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασκευή [anasceví] η, (L)
- ① refutation, disproof (syn αναίρεση, απόκρουση, ανατροπή):
- ~ των ισχυρισμών, της κατηγορίας |
- διερεύνηση ή ~φιλοσοφικών θέσεων |
- το δίλημμα είναι όργανο ανασκευής |
- ~ της αφελούς φαινομενολογίας |
- αφετηρία του Aριστοτέλη, όσον αφορά την ~ της θέσης του Παρμενίδη, είναι η νοηματική πολλαπλότητα του όντος (NAvgelis) |
- το έργο .. του Kαντ είναι ~των φιλοσοφικών αρχών του Διαφωτισμού (Theodoridis) |
- οι αξιολογικές κρίσεις είναι αντικείμενα στοχασμού, .. απόδειξης, ανασκευής κλ (Tatakis) |
- κάθε ναι στο βάθος .. δικαιώνει ή οδηγεί στην αναθεώρηση ή στην ~ κάποιων αρχικών θέσεων (Tatakis)
- ⓐ denial, repudiation:
- o "Mυστικός Δείπνος" του Nταλί .. μια δαιμονιακή ~ του Nταβίντσι (Karantonis) |
- (η τεχνική πρόοδος) θα γίνει αναπλήρωμα και ~ της δίψας του απολύτου (Terzakis)
- ② correction (syn επανόρθωση, διόρθωση):
- η ~ ενός λάθους |
- είναι απαραίτητη γενική ~ και αναθεώρηση του έργου
[fr MG, PatrG ← K ἀνασκευή (Philodemus)]
- ① refutation, disproof (syn αναίρεση, απόκρουση, ανατροπή):