Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασκευάζω [anaskevázo] -ομαι Ρ2.1 : αποδεικνύω ότι κτ. δεν είναι αληθινό ή σωστό: ~ τη γνώμη / τους ισχυρισμούς / τα επιχειρήματα / τις κατηγορίες κάποιου.
[λόγ. < αρχ. ἀνασκευάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασκευάζω [anascevázo] ipf ανασκεύαζα, aor ανασκεύασα (subj ανασκευάσω), pass 3sg ανασκευάζεται, aor ανασκευάστηκε (subj ανασκευαστώ) (L)
- ① refute, confute, disprove, overthrow (syn αναιρώ, αντικρούω, διαψεύδω):
- ~ κατηγορία, θεωρία, ισχυρισμό, επιχείρημα, αντίθετη άποψη, αντίληψη |
- ~δοξασίες, πλάνες, αστήριχτες επικρίσεις |
- ο Kant ασχολήθηκε με το πρόβλημα της φιλοσοφίας της ιστορίας .. ανασκευάζοντας ό,τι έκρινε φιλοσοφικά σαθρό (Despotop) |
- o Aριστοτέλης προσπαθεί να ανασκευάσει την άποψη του Παρμενίδη για το ον (NArgelis) |
- o Leibniz έγραψε το βιβλίο για ν' ανασκευάσει εκείνους που πολεμούσαν την ύπαρξη του Θεού (Theodoridis, adapted) |
- μια σελίδα του Kιρκεγκάαρντ αρκεί για ν' ανασκευάσει όλους τους ηδονισμούς της φιλοσοφίας που έγινε σήμερα συρμός στη Γαλλία (Theodorakop)
- ② correct (syn επανορθώνω, διορθώνω):
- οι εφημερίδες έχουν καθήκον ν' ανασκευάσουν τις ανακρίβειες και τα λάθη των δημοσιευομένων κειμένων (Kolyva) |
- ο Γ. δοκίμασε αργότερα να ανασκευάσει τις δηλώσεις του εξηγώντας πως τον είχαν εξαπατήσει (Christidis) |
- ο καλλιτέχνης κρίνει ένα έργο δημιουργώντας ένα άλλο όπου θα ανασκευάζει την τυχόν αδυναμία του προηγουμένου (Theodorakop, adapted)
[fr kath ανασκευάζω ← K, (pap, 1st c. AD) ← AG ἀνασκευάζω]
- ① refute, confute, disprove, overthrow (syn αναιρώ, αντικρούω, διαψεύδω):