Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασκελώνω [anaskelóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) κάνω κπ. να πέσει ανάσκελα: Tον ανασκέλωσε με μια γροθιά στο σαγόνι. || (παθ.) πέφτω ή είμαι ανάσκελα: Aνασκελωμένα άλογα που ψοφούσαν. || (επέκτ. για πργ.) αναποδογυρίζω.
[μσν. ανασκελώνω < ανάσκελ(α) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανασκελώνω.
-
- Aνοίγω τα σκέλη (μου):
- απήδησεν και ανασκέλωσεν και αγκάλιζεν τας ρίζας των δένδρων (Mαχ. 60031).
[<επίρρ. ανάσκελα + κατάλ. ‑ώνω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Aνοίγω τα σκέλη (μου):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασκελώνω [anascelóno] aor ανασκέλωσα, mi 3sg ανασκελώνεται, aor ανασκελώθηκε
- throw s.o. on his back, knock flat (syn ρίχνω ανάσκελα):
- του 'δωσα μια σπρωξιά και τον ανασκέλωσα |
- μια πίννα μεγάλη .. μισόμπλεξε στην απόχη του· σήκωσε το βαρύ υπόδημά του, της κοπάνισε μια και την ανασκέλωσε (Zappas) |
- όταν είδε τη φωτογραφία ανασκελώθηκε γελώντας (Panagiotop, adapted) |
- ο ήλιος .. ανασκελώνεται στα σύδεντρα (id.) |
- πρόσφυγες που ανασκελώνονται άστεγοι .. στα Mακρά Tείχη (Terzakis) |
- έσκυψε να μάσει ξύλα, κάποιος ρίχτηκε από πίσω της και την ανασκέλωσε (KDaifas) |
- poem με μια κλοτσιά του μ' ανασκέλωσε, | μου πήρε τ' άρματ' απ' τη ζώνη (Athanas) |
- πάνω στο φως της θημωνιάς .. το μεσημέρι ανασκελώνει τις θερίστρες (Ritsos)
[fr K *ἀνασκελῶ (-όω), der of ἀνάσκελος, cpd of ἀνα- & σκέλος; cf dial σκελώνω (Crete) 'take (or strike) root' fr K *σκελῶ (-όω)]
- throw s.o. on his back, knock flat (syn ρίχνω ανάσκελα):