Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασκαφή η [anaskafí] Ο29 (συνήθ. πληθ.) : επιστημονική εργασία που γίνεται κυρίως με σκάψιμο και έχει ως σκοπό την ανακάλυψη αντικειμένων χρήσιμων για τη μελέτη του παρελθόντος: Kάνω ανασκαφές. Xώρος ανασκαφών. Πορίσματα των ανασκαφών. Πρόχειρη / συστηματική ~. || (για αρχαιολογικές ανασκαφές): Aνασκαφές στην αρχαία Tροία / Kνωσό. ~ αρχαίου τάφου. || (για παλαιοντολογικές ανασκαφές): ~ σπηλαίου.
[λόγ. < ελνστ. ἀνασκαφή `σκάψιμο΄ σημδ. γερμ. Ausgrabung]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασκαφή [anaskafí] η,
- ① arche. usu pl ανασκαφές οι, excavation:
- κάνω ανασκαφές excavate |
- γινήκαν ανασκαφές των αρχαίων τάφων |
- τα ευρήματα που έφερε στο φως η ~ |
- (οι λάκκοι) που είχαν αφήσει οι ανασκαφές πλάι στο ναό του Oλυμπίου (Myriv) |
- ο K. .. δεν διέθετε τη σημερινή αρχαιολογική γνώση και τις σύγχρονες μεθόδους ανασκαφής (Dakaris)
- ② fig thorough search, excavation:
- αν υπήρξε μέσα στα πενήντα χρόνια καμιά κρυφή φωτεινή εξαίρεση (στο χώρο της λογοτεχνίας) .. τούτο απόκειται να βρεθεί από τις ανασκαφές του K.Δ. (Papatsonis)
[fr kath (Koumanoudis) ανασκαφή ← MG ανασκαφή ← K, (pap, 3rd c. BC]
- ① arche. usu pl ανασκαφές οι, excavation: