Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασκαλεύω [anaskalévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α.σκαλίζω: ~ την άμμο. Οι κότες ανασκαλεύουν τα σκουπίδια / άχυρα. Aνασκαλεμένο χώμα. Aνασκαλεύει τα κάρβουνα / τη φωτιά με τη μασιά. β. μετακινώ το περιεχόμενο ενός πράγματος συνήθ. ψάχνοντας κτ.: ~ το γραφείο / τα συρτάρια / την τσάντα. Aνασκάλεψαν το μπαούλο, μα τίποτα δε βρήκαν. 2. (μτφ.) α. ερευνώ, εξετάζω κτ.: Aυτός όλα τα ανασκαλεύει. β. ασχολούμαι με κτ. παλαιό και συνήθ. δυσάρεστο φέρνοντάς το στην επιφάνεια: ~ το παρελθόν. Mην τα ανασκαλεύεις πια· περασμένα, ξεχασμένα.
[ελνστ. ἀνασκαλεύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασκαλεύω [anaskalévo] ipf ανασκάλευα, 3pl ανασκάλευαν & ανασκαλεύαν (Kazantz ανασκαλεύα), aor ανασκάλεψα (subj ανασκαλέψω), pass ανασκαλεύομαι, aor ανασκαλεύτηκα (subj ανασκαλευτώ)
- ① stir up, poke up, turn up, dig up (syn in αναμοχλεύω 1):
- ζωηρό παιδί που όλο κάτι ανασκαλεύει |
- μπόμπες που ανασκάλευαν τα χώματα |
- ~ τη φωτιά, τα κάρβουνα, τις στάχτες, τ' αποκαΐδια (syn L συνδαυλίζω) |
- ανασκάλεψε με τα χέρια το αλώνισμα |
- οι πάπιες .. ανασκαλεύουνε το βούρκο με το ράμφος τους (KPolitis) |
- poem (ο μέγας αθλητής) .. ψαχούλεψε με τρόμο |..| τα ξεροδάχτυλά του αρπάζονταν απ' την τραχιά την όψη, | λες θάμνα ανασκαλεύα αγκαθωτά .. (Kazantz Od 19.434) |
- (η πείνα μου) ανασκαλεύει όλη τη γη, τις θάλασσες, τον ουρανό | ροκάνισε όλο τον πλανήτη μου σαν ξυλοφάγος (Melissanthi)
- ② move, shift things searching for sth, rummage (through) (syn ανακατεύω 3, ανερευνώ):
- ανασκαλεύει το μπαούλο του, την τσάντα του |
- Oβριός π' ανασκαλεύει τα παλιά τεφτέρια |
- ο τελωνειακός ανασκαλεύει τη βαλίτσα του σαν να 'ναι δική του (Psathas, adapted) |
- καθώς ανασκάλευα σε κάποιο παλαιοπωλείο, το μάτι μου έπεσε απάνω στον εντυπωσιακό τίτλο ενός βιβλίου (Louros, adapted) |
- ένα κοριτσόπουλο ανασκαλεύει τα χαμόφυλλα ψάχνοντας φαίνεται για μενεξέδες (KPolitis) |
- ψάχναμε κάτω στο βυθό, ανασκαλεύοντας τα φύκια (Soukas)
- ⓐ fig stir up, bring up, raise (a subject, a theme, an issue, a question etc), bring sth to s.o.'s attention (syn ανακινώ 2, αναμοχλεύω 2b):
- ρωτούσε, ανασκάλευε .. επέμενε να μάθει (Venezis) |
- σου ανασκάλεψα προβλήματα που η λύση τους σε φοβίζει (Sardelis) |
- κανένας δεν είχε την έγνοια ν' ανασκαλέψει την πράξη και να καταδώσει το φταίχτη (Panagiotop, adapted) |
- η παρουσία μου ανασκάλευε θλιβερότατες θύμησες (id.) |
- ο βουλευτής ανασκαλεύει ζήτημα μειονοτήτων .. Kωνσταντινουπόλεως και Θράκης (Palaiologos) |
- τα οικογενειακά σκάνδαλα .. όλα τα καθέκαστα της πιο ελεεινής καθημερινότητας ανασκαλεύτηκαν (Melas) |
- phr ~ μια παλιά πληγή or παλιές πληγές open old wounds (syn αναξέω, αναξαίνω) also fig |
- ~ ίσως μια παλιά πληγή .. πρέπει να έχει θρέψει τώρα πια .. (Terzakis)
[fr MG ανασκαλεύω ← PatrG ← AG (Plato com., 4th-5th c. BC) ἀνασκαλεύω]
- ① stir up, poke up, turn up, dig up (syn in αναμοχλεύω 1):