Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασηκώνω [anasikóno] -ομαι Ρ1 : 1.σηκώνω κτ. λίγο: Aνασήκωσε τη γλάστρα, για να πάρει το κλειδί που είχε κρύψει. || Aνασηκώνονται οι τρίχες του, όταν θυμώνει. Aνασηκωμένος γιακάς. Aνασηκωμένα μανίκια. 2. (παθ.) σηκώνω τον κορμό του σώματός μου από την οριζόντια θέση: Aνασηκώθηκε στο στρώμα του, μόλις με είδε.
[μσν. ανασηκώνω < αρχ. ἀνασηκ(ῶ) -ώνω `δημιουργώ αντίβαρο (με αποτέλεσμα να σηκωθεί λίγο το τάσι της ζυγαριάς)΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανασηκώνω· αόρ. ενεσήκωσα.
-
- I. Eνεργ.
- 1)
- α) Σηκώνω προς τα επάνω κ. ή κάπ.:
- ανασηκώνει το σπαθίν (Bεν. 76)·
- την χείραν του ανασήκωνεν (Πόλ. Tρωάδ. 7332)·
- την ανασήκωσαν κι εγροίκησεν ολίγον (Θησ. Ι´ [835])·
- β) στρέφω προς τα επάνω:
- ο όφης ανασήκωσε το όμμα του προς αυτόν (Πόλ. Tρωάδ. 659).
- α) Σηκώνω προς τα επάνω κ. ή κάπ.:
- 1)
- II. Mέσ.
- 1) Σηκώνομαι (από τη θέση μου ή από τη γη):
- εκείνη απέ την κλίνην της … ανεσηκώθην (Aχιλλ. N 1060)·
- Ενεσηκώθη και ήστεκεν κλινοτραχηλισμένος (Λόγ. παρηγ. L 602).
- 2) (Προκ. για τη γη) σείομαι:
- (Eρωτόκρ. B´ 1389).
- 1) Σηκώνομαι (από τη θέση μου ή από τη γη):
[αρχ. ανασηκόω. H λ. στο LBG (λ. ‑όω), στο Meursius (‑σικόννειν) και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασηκώνω [anasikóno] (& region. ανασκώνω) ipf ανασήκωνα, aor ανασήκωσα (subj ανασηκώσω), imper 2sg ανασήκωσε, pass ανασηκώνομαι (ipf ανασηκωνόμουνα), aor ανασηκώθηκα, 3sg ανασηκώθη(κε), subj ανασηκωθώ, imper 2sg ανασηκώσου & ανασήκω
- ① trans lift up, raise (syn L ανυψώνω):
- ~ τα μάτια, τα φρύδια, το κεφάλι |
- ~ τους ώμους shrug the shoulders |
- ~ τα μανίκια turn up the sleeves (syn ανασκουμπώνομαι) |
- ~ τους γιακάδες για να ζεσταθώ turn up the collar |
- ανασήκωσε το φόρεμα για να μην το πατήσει |
- ανασηκώνει το φόρεμα με ζώνη tuck up one's dress |
- ~ το βάρος με λοστό |
- το πλοίο ανασήκωσε την άγκυρα lifted anchor |
- ~ τον άρρωστο βάζοντας μαξιλάρια πίσω από τη ράχη του |
- ανασήκωσε τα χέρια κι άρχισε να προσεύχεται |
- κύριοι με καλούς τρόπους ανασηκώνουν το καπέλο (Palaiologos) |
- (το άλογο) κάπου κάπου ανασήκωνε το έν' από τα πισινά του πόδια (Palam) |
- ο καπετάνιος ανασήκωσε με τ' ανάστροφο του χεριού τις άσπρες μουστάκες (Myriv) |
- του ανασηκώσανε το κεφάλι και του λευτέρωσαν το λαιμό και τη μέση, να πάρει ανάσα (Petsalis) |
- φώναξα μέσα στον ύπνο μου κ' ήρθε η μητέρα και μ' ανασήκωσε στο γιατάκι μου (Panagiotop) |
- η πέτρα βαριά βυθίζεται στα ανύποπτα νερά .. κι ανασηκώνει ψηλά τα κύματα αφρισμένα (Kythraiotis) |
- η αιώνια αξίωση των φιλοσόφων (είναι) ότι ανασήκωσαν τον πέπλο που σκεπάζει για τους κοινούς θνητούς την αλήθεια (Lambridi) |
- folks. ενεφύσησε γλυκύς βοριάς αέρας | κι ανασήκωσε της κόρης την ποδίτσα |
- poem συνταιριαχτά στους ώμους του Θεού, σα δυο μακριές φτερούγες, | και το καλό και το κακό χτυπούν και τον ανασηκώνουν (Kazantz Od 8.772) |
- κ' ήταν χαρά σου να σκορπάς και δόξα σου να παίρνουν, | ν' ανασηκώνεις απ' τη γης τα όσα βογγούν και γέρνουν (Ritsos)
- ⓐ fig raise, lift (up), elevate, exalt:
- η αλλαγή στις μονότονες συνήθειες της ζωής, και η αναπόληση άλλων καιρών .. ξεχείλιζαν την καρδιά μου, την ανασήκωναν (Terzakis) |
- η μεγάλη εμπειρία του της ζωής .. τον ανασηκώνει .. στο επίπεδο του ηθικού στοχασμού (Theotokas) |
- poem .. ο πόνος, ο απέραντος ανθρώπινος πόνος, σ' ανασηκώνει πάνω από τον εαυτό σου (Leivaditis)
- ② mi intr ανασηκώνομαι sit up, get up, rise:
- ανασηκώνομαι στο κρεβάτι μου sit up (in bed) |
- ανασήκω λίγο |
- ανασηκώθηκε στους αγκώνες, στα γόνατα, στα δυο του πόδια |
- ο άρρωστος ανασηκώνεται να πιει νερό |
- ανασηκώνεται στις μύτες των ποδιών του |
- έκανε ν' ανασηκωθεί, μα δε μπόρεσε |
- ανασηκωνόταν πάντα στον ύπνο του και αναδευόταν στο στρώμα |
- ακούω το ζεμπερέκι της πόρτας που ανασηκώνεται (Terzakis) |
- είδαν ένα μεγάλο λύκο ξεκοιλιασμένο που δεν είχε πια δύναμη ν' ανασηκωθεί (Zalokostas) |
- (ο γλάρος) ανασηκώνεται για λίγο και τανύζει τα γκριζωπά φτερά του (Zappas) |
- ανατρίχιασε κ' η ραχοκοκκαλιά του ανασηκώθηκε σαν της γάτας έτοιμης να χυμήξει (MPStavrou) |
- οι πυκνές τρίχες του προσώπου του που το σκεπάζουν ολόκληρο ανασηκώνονται σαν τόσες καρφοβελόνες (Kampouroglou) |
- poem πέφτει ο μονιάς στη γης και προσκυνάει του βασιλιά τα πόδια, | κι αγάλια αγάλια ανασηκώνεται σαν ήλιος που ανατέλνει (Kazantz Od 11.1244) |
- A! πού μαδέρι από ναυάγιο ξεκομμένο, | να γατζωθώ, ν' ανασκωθώ για ν' αναπνέω, | πριν να πνιγώ .. (Malakasis)
- ⓑ fig regain health (after sickness), recover (syn in αναλαβαίνω):
- (η Kίνα) προσπαθεί με ακαταμέτρητο μόχθο ν' ανασηκωθεί από τη φοβερή μοναξιά, τη γύμνια κλ, όπου ήταν πεσμένη (Panagiotop)
[fr LMG (Somavera), MG ανασηκώνω ← PatrG ἀνασηκῶ (-όω), cpd of ανα- & MG σηκώ (-όω)]
- ① trans lift up, raise (syn L ανυψώνω):