Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασασμός ο [anasazmós] Ο17 & ανάσασμα το [anásazma] Ο49 : (λογοτ.) ανάσα. || ξεκούραση, ανακούφιση.
[μσν. ανασασμός < ανασα(ν)- (ανασαίνω) -μός κατά τα μεταρ. ουσ. σε -μός από ρ. σε -ζω· ανασα(ν)- (ανασαίνω) -μα κατά τα μεταρ. ουσ. σε -μα από ρ. σε -ζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανασασμός ο· ’νασασμός.
-
- 1) Ξεκούραση:
- (Θησ. H´ [782]).
- 2) Aνακούφιση:
- παρηγορείται μερικώς, ανασασμόν ευρίσκει (Kαλλίμ. 1497).
- 3) Πνοή, αναπνοή:
- έπεσεν άψυχος, νεκρός, ανασασμόν ουκ είχεν (Kαλλίμ. 1603)·
- ανθρώπων γαρ ανασασμόν … ουκ υποφέρω (Kαλλίμ. 1948).
- 4) (Ως τρυφερή προσφών.):
- κυράτσα ορωτική, ψυχή μου, ανασασμέ μου (Aχιλλ. N 1487).
[<αόρ. του ανασαίνω + κατάλ. ‑σμός. H λ. στο Du Cange (λ. ανασαίνειν) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Ξεκούραση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασασμός [anasazmós] ο,
- ① breathing, breath (syn ανάσα, αναπνοή):
- βαστώ τον ανασασμό μου |
- έπεσε και δεν μπορούσε να πάρει ανασασμό |
- καταλήγαμε στο βαθύ ανασασμό που ζητάει το στήθος έπειτα από τη δοκιμασία του δρόμου των 100 μέτρων (Charis) |
- ακούει .. τον αδιάκοπο ρυθμικό και βαθύν ανασασμό της γειτονικής θάλασσας (Ouranis) |
- ο ~ της νυχτερίδας ήταν τόσο αργητός που την έπαιρνες για ψόφια (Prevelakis)
- ⓐ breathing out, exhalation, expiration:
- ~ συγκρατημένος |
- κάθισε στον καναπέ με βαθύ ανασασμό |
- αφήνω το στερνό μου ανασασμό |
- γυρίζει πάλι στο δωμάτιό της, μ' ένα βαθύ ανασασμό, που ήταν σαν να την ανακούφιζε (Glezos) |
- μια νύχτα που ουδ' άπνοια ουδ' ~ δεν ξέφευγε από δαύτη (Papatsonis)
- ⓑ odor (of plants and flowers) (syn ανάσασμα 1b):
- η αύρα φέρνει τους μυστικούς ανασασμούς του τριαντάφυλλου και του γιασεμιού (Panagiotop) |
- poem και με την παλίρροια της καινούργιας βλάστησης, |..| (οι νεκροί) με της αύρας τους ανασασμούς .. | το μήνυμά τους από τη μια στην άλλην Άνοιξη | σε κύματα χλωρά μας στέλνουν (Melissanthi)
- ② fig rest, respite (syn in ανάσα):
- κοντοσκέκω να πάρω ανασασμό |
- έβρεχε μία εβδομάδα χωρίς ανασασμό |
- (προχωρούνε) δίχως αναπαμό, δίχως ανασασμό· τρεις-τέσσερεις ώρες ανήφορος (Petsalis) |
- (ήταν) πάντα συλλογισμένος κι ανασασμό δεν είχε (Psichari) |
- τρανό πλεούμενο .. ήρτε δω να βρει ανασασμό απ' τη φορτούνα (Katiforis) |
- ο μύθος είναι .. ένας άνετος ~ μέσα στον επίμοχθο αγώνα του λόγου (Theodorakop)
- ⓒ relief (syn ανακούφιση):
- η ώρα της κακαβιάς είναι αληθινός ~ψυχής (Mangakis)
[fr MG (also in Du Cange) ανασασμός, der of ανασαίνω after nouns in -σμός such as ModG -σιασμός; cf also λαθασμός (: λανθάνω), μαρασμός (: μαραίνω), αναξασμός, ισχνασμός, ρυπασμός etc]
- ① breathing, breath (syn ανάσα, αναπνοή):