Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασαλεύω [anasalévo] -ομαι Ρ5.2 : (λογοτ.) κινώ ελαφρά κτ.: Ο άνεμος ανασαλεύει τα φύλλα / κλαδιά του δέντρου. Aνασαλεύει κάποιος / κτ., κινείται ελαφρά. Aνασάλεψε για μια στιγμή, αλλά δεν ξύπνησε.
[ελνστ. ἀνασαλεύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασαλεύω [anasalévo] aor ανασάλεψα, 3pl ανασάλεψαν & ανασαλέψανε
- ① trans move or shift lightly and gently (syn αναδεύω):
- ανασάλεψε τους ώμους (Drosinis) |
- ο αέρας τού ανασάλευε τα μαλλιά |
- η θάλασσα μόλις ανασαλεύει τα κύματά της (Panagiotop) |
- το θαλασσινό αεράκι .. ανασάλευε τις κρεμαστές άκρες της λευκής εσάρπας σα φτερούγες γλάρου (Drosinis) |
- poem και τ' άσαρκο το χέρι μου, που ρίγη τρόμου | τ' ανασαλεύουν σύγκορμο, με τον καημό μου | τον άλιωτο σου αργοχτυπά στην έξω θύρα (Malakasis)
- ② intr move or shift lightly and gently (syn αναδεύομαι):
- μια φτερούγα ανασαλεύει δίχως να κινηθεί |
- σε μια κόχη ανασάλεψε κάποιος ήσκιος |
- οι κίτρινες βρούβρες ανασάλευαν χαρωπές και χαιρετούσαν, γελώντας την καινούργια μέρα (Karagatsis) |
- στο πέρασμά της ξαφνιάστηκαν τα γίδια και ανασαλέψανε |
- έβλεπε δυο λεπτά μαύρα φρύδια ν' ανασαλεύουν (Myriv) |
- poem και του σπιτιού τα πράγματα τρέμουν κι ανασαλεύουν, | ανήσυχα σ' αποζητούν (Malakasis) |
- κι ανάμεσα στ' ανθόδεντρα, πράσινη ανασαλεύει | θάλασσα, κύμα και κυλάει το λυρικό αχολόι (Giannakoulis)
- ⓐ vibrate, pulsate (syn αναπάλλομαι):
- μύρια ευχάριστα ονείρατα ανοίγονταν μπροστά του, κάνοντας την .. καρδιά του ν' ανασαλεύει ηδονικά (Karagatsis)
[fr K ἀνασαλεύω, cpd of ανα- & σαλεύω]
- ① trans move or shift lightly and gently (syn αναδεύω):