Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασαιμιά [anasemjá] η, (sp. also ανασεμιά) (& ανασαμιά & ανεσαμιά)
- ① breath, breathing (syn in ανάσα 1):
- βαθιά, βαριά, καυτερή, σιγανή, στυφή, υγρή ~ (ανασαμιά) |
- της νύχτας η ~ |
- θερμές ανασαμιές |
- με την κάθε ~ ρουφάμε κι άλλον αέρα |
- μόλις ακουγόταν η ανασαμιά του (Venezis) |
- κρατάει την ~ του (Vlami) |
- οι άλλοι μαστόροι βαστούν την ~ τους, τι θα γίνει τώρα (Myriv) |
- βραχνάς βάραινε το στήθος της πολιτείας .. η άλλοτες γελούμενη Aθήνα βάσταγε την ~ της (Zappas) |
- το βήμα του γίνεται βήμα μου, η ανάσα του ~ δική μου (TAthanasiadis) |
- όλοι τους με κομμένη την ~ (Vlami) |
- η ανασαμιά του έστρωσε κάπως κανονικότερη (Myriv) |
- σιγά σιγά σβήνουν και οι τελευταίες ανασαιμιές (Glezos) |
- σάμπως να έχουν στριμωχτεί οι ανασαιμιές ενός άπειρου, αόρατου πλήθους (Terzakis) |
- poem α! τι θυμάρι δυνατό η ~ του (Elytis) |
- κι όπου διαβείς η ~ σου | λυγίζει δέντρα, χρωματίζει σύννεφα (Tsirkas)
- ② emanation, odor (syn in ανάσα 1d):
- η ανεσαμιά του βασιλικού (Myriv) |
- η ~ των δέντρων |
- μια πιπεράτη ~υγρασίας (Terzakis) |
- η ~της νύχτας κατακαθόταν πνιγερή κι ακίνητη (id., adapted) |
- ξαπλώνει ανάσκελα πάνω στην επιφάνεια του νερού, αφήνοντας την απαλή ~ της θάλασσας να την λικνίζει ηδονικά (Karagatsis) |
- poem με την ~ | του πράου βραδιού αναρρίγησε (Panagiotop) |
- και γιόμισε μοσκοβολιά της γης η ~ (Lountemis)
[fr MG *ανασαμαία, der of ανασαμός (← ανεσαμός, der of ανεσαίνω), w. suff -αία (-έα); the form ανασαιμιά resulted from anal. interference of the related verb ανασαίνω]
- ① breath, breathing (syn in ανάσα 1):