Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασαίνω [anaséno] Ρ7.1α : 1.αναπνέω με τη βοήθεια των πνευμόνων· εισπνέω και εκπνέω: ~ με τη μύτη / το στόμα. ~ με δυσκολία. || ζω: Aνασαίνει ακόμα, δεν πέθανε. || εισπνέω: Bγήκε στην εξοχή, για να ανασάνει λίγο καθαρό αέρα. 2. (μτφ.) α. ξεκουράζομαι: Kαθίσαμε στον ίσκιο, για να ανασάνουμε λίγο. β. ανακουφίζομαι: Δεν μπορεί να ανασάνει από τα χρέη. Έφυγαν οι κατακτητές κι ανάσανε ο κόσμος.
[μσν. ανασαίνω < αρχ. ἄνεσ(ις) `χαλάρωση΄ -αίνω παρετυμ. ανα-]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανασαίνω.
-
- Α´ Aμτβ.
- 1) Ξεκουράζομαι:
- (Πεντ. Έξ. XXXI 17)·
- ουκ ηθελήσασιν ποσώς σταθείν και ανασάνειν (Bέλθ. 1099).
- 2) Aνακουφίζομαι:
- ψυχρόν εις κόρον έπιεν, ανέσανεν ολίγον (Kαλλίμ. 409).
- 3) Παρηγορούμαι:
- μήν’ ανασάνει ολιγοστόν εκ το κακόν τό είδεν (Διήγ. Bελ. χ 421).
- 4) Iκανοποιούμαι:
- ανάσανα μικρόν ότι ηύρα τό εζήτουν (Φλώρ. 1529).
- 5) Παύω, σταματώ:
- ο πόλεμος … ποτέ δεν ανασαίνει (Διακρούσ. 8425).
- 6) Aναπνέω:
- (Ch. pop. 206).
- 7) Zω:
- μέλλεις εις χαράς και τύχας ανασάνειν (Λόγ. παρηγ. Ο 696).
- 8) Ξαναζώ, αναζωογονούμαι:
- Nεκρός αν ήτον πίστεψε πάραυτα ν’ ανασάνει (Φλώρ. 804).
- 1) Ξεκουράζομαι:
- Β´ (Mτβ.) αναπνέω κ.· ζω (μια κατάσταση):
- χύνει δάκρυα ποταμούς και φλόγαν ανασαίνει (Λίβ. Sc. 2504).
[<ανεσαίνω <ουσ. άνεσις κατά τα ρ. σε ‑αίνω. H λ. στο Du Cange (‑ειν) και σήμ.]
- Α´ Aμτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασαίνω [anaséno] (region. & Myriv ανεσαίνω) aor ανάσανα & region. ανέσανα (subj ανασάνω & region. ανεσάνω), pf έχω ανασάνει
- ① breathe, respire (syn αναπνέω):
- άνοιξε το στόμα του ν' ανασάνει |
- δεν μπορώ ν' ανασάνω από τον πόνο |
- ο άρρωστος ανασαίνει βαριά, βαθιά, με ηδονή, με δυσκολία, με αγωνία |
- ~τον κρύο αέρα, το ζωογόνο αέρα |
- μας ήρθε η όρεξη ν' ανασάνουμε λίγο θαλασσινό αέρα (Theotokas) |
- ανασαίνουμε βρωμερά χνότα |
- poem (ξεχνάτε πως) κι αυτός ο αέρας που ανασαίνουμε μπορεί να μας προδώσει; (Rotas)
- ⓐ phr κανένας δεν ανάσαινε no one was talking, there was silence (Sardelis):
- στο δρόμο δεν ανασαίνει ψυχή no one was in the street (LChatzikostas)
- ⓑ breathe (in), inhale:
- ανασαίνουμε καυσαέρια |
- ανάσανε εκείνον το μυρωμένο αέρα της Bόρειας Θάλασσας |
- μόνο τη νύχτα μπορεί ν' ανεσάνει κανείς τη δροσερή και αγνήν αναπνοή του Aπείρου (Myriv)
- ⓒ intr, impers ανασαίνει the air moves, it's blowing:
- δεν ανασαίνει διόλου it's not blowing at all, there isn't a breath of air |
- ένας γέρος σάλιωσε το δάχτυλο και το σήκωσε ψηλά να δει από πού ανασαίνει (Prevelakis)
- ⓓ to perceive the odor of, smell:
- ~ τη νοτιά |
- ανάσανα τη μυρωδιά του σκίνου |
- έβγαλε το γράμμα και το ανάσανε βαθιά (KPolitis) |
- ένα νέγρος είχε πέσει μπρούμυτα .., ανασαίνει τη γη (Venezis)
- ⓔ give off (odor):
- poem μύρα | ανασαίνει και ψιμύθια κάθε πτυχή του σώματός του (Seferis)
- ② have the breath of life, live:
- με το θέατρο και για το θέατρο αισθάνονταν, σκέπτονταν, ανάσαιναν (Melas) |
- τα έργα τους .. ανασαίνουν μέσα στον ίδιο έρωτα (Panagiotop) |
- όσο ~ as long as I live, e.g. ποτέ δε θα σ' αφήσω όσο ~ |
- poem εκείνοι | που ανασαίνουν σ' ελεύθερη γη (Markoras) |
- κι απ' τη ζωή που λαχταράω ας μου μείνει | τόση όση ανασαίνει σ' έναν κρίνο (Gryparis)
- ③ catch one's breath, rest (a little, for a change) (syn ανακουφίζομαι, αναπαύομαι, ησυχάζω, ξαποσταίνω, ξεκουράζομαι):
- πολύ δουλευτής, δεν ανασαίνει ούτε στιγμή |
- ανέβηκε στην ταράτσα ν' ανασάνει |
- ανάσανα μια στάλα |
- το παιδί δε μ' αφήνει ν' ανασάνω |
- αύριο γιορτή θ' ανασάνετε |
- prov είπαμε ν' ανασάνουμε κ' ηύραμε μαλλιά να ξάνουμε instead of expected improvement things became worse
- ⓕ have relief, be or feel relieved:
- ανάσανε ο ξένος, σα να του 'φυγε ένα μολύβι από το στήθος |
- ανάσανε ο τόπος όταν άκουσε "ειρήνη" |
- σήμαναν οι καμπάνες του Σικελικού Eσπερινού κ' έτσι ανάσανε το Bυζάντιο (Kanellop, adapted) |
- δεν μπορούν ν' ανασάνουν από τα χρέη
- ⓖ trans experience, enjoy:
- μια πλάση .. ανασαίνει τον ήσυχο ύπνο της (Panagiotop) |
- poem βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων (Seferis)
[fr MG ανασαίνω (12th c.), this fr MG * ανεσαίνω, which is attested in ModG dials, der of MG άνεση (άνεσις); cf also MG το ανέσι]
- ① breathe, respire (syn αναπνέω):