Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασέρνω [anasérno] -ομαι Ρ αόρ. ανάσυρα, απαρέμφ. ανασύρει, παθ. αόρ. ανασύρθηκα, απαρέμφ. ανασυρθεί : (λογοτ.) ανασύρω: Aνασέρνει τη φούστα της ως το γόνατο και μπαίνει στο νερό.
[μσν. ανασύρνω < ανα- σύρνω κατά την εξέλ. σύρνω > σέρνω (δες λ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανασέρνω,
- βλ. ανασύρνω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασέρνω s. ανασύρω.