Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασάλεμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανασάλεμα το [anasálema] Ο49 : (λογοτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασαλεύω.

[ανασαλεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασάλεμα [anasálema] το,
  • ① light, gentle body movement, sway (syn ανάδεμα):
    • θα 'πρεπε να 'ναι κάτι ξεχωριστό μέσα στο σκαρί τούτης της γυναίκας, για να 'χει το κυματιστό ~ .. σαν περπατούσε (Myriv) |
    • οι γυναίκες .. καρτερούσαν .. κάτου από την ήμερη βελανιδιά .. μεταγλωττίζοντας το ανασάλεμά της σε θεία μηνύματα (Panagiotop)
  • ② fig vibration (syn αναπαλμός):
    • γράμματα βέβηλα, ειδωλολατρικά, γεμάτα χρυσό και γαλανό φως, γεμάτα λευτεριά κι ~ νου και ψυχής (id.) |
    • ένα ξαφνικό ~ της μνήμης και της καρδιάς, ένα μακρινό μήνυμα απ' την εφέστια γη (Venezis)

[der of ανασαλεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες