Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναρχικός -ή -ό [anarxikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τον αναρχισμό: Aναρχική σκέψη / ιδεολογία. Aναρχικές θεωρίες / ιδέες. Aναρχικό κίνημα / κόμμα / συνδικάτο. ~ συνδικαλισμός, αναρχοσυνδικαλισμός. || (ως ουσ.) ο αναρχικός, οπαδός του αναρχισμού ή μέλος αναρχικού κόμματος ή ομάδας: Σύλληψη / καταδίκη αναρχικών. 2. που έχει σχέση με την αναρχία: Aναρχικές ενέργειες / προκλήσεις. Tο πλήθος προέβη σε αναρχικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης.
[λόγ. < γαλλ. anarchique < anarch(ie) < αρχ. ἀναρχ(ία) -ique = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρχικός1 [anarçikós] ο, (L)
- follower of anarchism, anarchist:
- οι αναρχικοί επικράτησαν |
- με πέρασαν για αναρχικό |
- πολεμούσε τους αναρχικούς |
- υποπτεύεται τους αναρχικούς |
- στους γονείς έβλεπαν αναρχικούς |
- οι αναρχικοί επίστευαν ότι οι άνθρωποι είναι φύσει καλοί και φταίνε για όλα τα στραβά οι νόμοι (Katsigra) |
- όλη η υπόθεση υπήρξε σκευωρία των αναρχικών |
- πολλοί αναρχικοί είναι καρπός των ανωτάτων πνευματικών ιδρυμάτων (Panagiotop) |
- η υποκρισία στην πολιτική εμφανίζει τους αναρχικούς σαν δημοκρατικούς πολίτες |
- ο Xέγκελ .. διάπλασε μερικούς από τους άθεους και θεωρητικούς αναρχικούς του 19ου αιώνα (Evelpidis)
[substantiv. m of αναρχικός2]
- follower of anarchism, anarchist:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρχικός2, -ή, -ό [anarçikós]
- ① anarchical:
- αναρχικές θεωρίες, ιδέες, εκδηλώσεις, ενέργειες |
- αναρχικά κινήματα, βιβλία |
- αναρχικά και άλλα ανατρεπτικά στοιχεία |
- αναρχική ομάδα, αναρχική γνώμη, διάθεση, κατάσταση, πράξη |
- ο ~ ηγέτης |
- μια φυσιογνωμία αναρχική |
- ο ~ εκλεχτικός, ένα είδος φιλοσοφικού καιροσκόπου |
- είσαι αναρχικό σύμβολο |
- στιγματίζονται λόγω και έργω σαν αναρχικοί και επικίνδυνοι για την κοινωνία (Ploritis) |
- περίοδοι ωμής βίας, διευθυνόμενης ή αναρχικής (Kasimatis) |
- ~ κολασμός ενός αδικήματος από το πλήθος χωρίς διαδικασία (Theotokas) |
- από όλες τις αναρχίες η αναρχικότερη είναι η πνευματική (Terzakis) |
- τοξεύοντας άλλους στόχους ο ποιητής κατακυρώνει στον εαυτό του αυτό τον αναρχικό εκλεχτισμό (Chourmouzios)
- ② not subjected to certain rules of usage and normalcy:
- γλώσσα που είναι φτωχή κι αναρχική όπως κ' η γλώσσα του γερμανικού έπους (Kanellop)
[fr kath, neol (Koumanoudis), αναρχικός, der of άναρχος w. suff -ικός]
- ① anarchical: