Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρχικά [anarçiká] adv
- in anarchy, anarchically:
- τον ενθουσιασμό του τον έχουν διαδεχτεί η οργή, η αηδία και η ~ επαναστατική τραχύτητα (Karantonis) |
- αφήνεται απεριόριστος, ~ ελεύθερος ο υποκειμενικός ψυχισμός του καλλιτέχνη να εκδηλωθεί όπως του αρέσει
[der of αναρχικός2]
- in anarchy, anarchically: