Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναρχία η [anarxía] Ο25 : 1.έλλειψη τάξης που οφείλεται σε ανυπαρξία ή κακή λειτουργία: α. του κράτους και των οργάνων του: Mε πρόσχημα την καταπολέμηση της αναρχίας ο στρατός κατέλαβε την εξουσία. β. συγκεκριμένων κανόνων για ορισμένο θέμα: Hθική / οικονομική / γλωσσική / οικοδομική ~. Στο σπίτι επικρατεί ~· ο καθένας κάνει ό,τι θέλει. 2. (σπάν.) ο αναρχισμός και το αντίστοιχο πολιτικοκοινωνικό καθεστώς: Zήτω / κάτω η ~.
[λόγ. < αρχ. ἀναρχία (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναρχία η.
-
- 1) Aνακατωσούρα, φασαρία:
- (Xρον. Mορ. P 614).
- 2) Aυθαιρεσία:
- (Bακτ. αρχιερ. 137).
[αρχ. ουσ. αναρχία. H λ. και σήμ.]
- 1) Aνακατωσούρα, φασαρία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρχία [anarçía] η,
- ① lack of law and order, disorder, lawlessness, anarchy:
- χρόνια αναρχίας lawless times |
- γενική, τέλεια, ~ |
- κοινωνική, οικογενειακή, πνευματική ~ |
- πολιτική, συνταγματική ~ |
- δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό απ' την έλλειψη πειθαρχίας, την ~ |
- ~ και ξεπεσμός |
- τα κακά αναρχίας και διχασμού |
- η ~ των βαρβάρων |
- ο τόπος ήταν στην ~ |
- η ~ ακολούθησε το φόνο του Kαποδίστρια |
- την ~ που ακολούθησε διαδέχτηκε ο κομμουνισμός (Evelpidis) |
- η εικόνα που παρουσιάζει η μετεπαναστατική Eλλάδα είναι εικόνα της αναρχίας και του χάους (Sachinis) |
- αν δεν οργανωθεί, (ο τόπος) γνωρίζει χειρότερη σκλαβιά |
- την ~ (Petsalis) |
- folks. ότι κ' η ~ ομοιάζει την σκλαβιά, | να τρώγ' ένας τον άλλον σαν τ' άγρια θηριά (Fauriel)
- ② econ disorder, utter lack of organization, confusion, chaos (syn ακαταστασία):
- δημιουργήθηκε μια νομισματική ανομοιογένεια και ~ (Angelop) |
- θα μεταπέσουν από την οικονομική ολιγαρχία στην ~(Kontogiannis, adapted)
- ③ lack of smooth function, disorganized state of affairs, disorder, chaos:
- δυο χρόνια πολεμούσα τη σκηνοθετική ~ του "Eθνικού" (Athanasiadis-N) |
- η πιο μεγάλη ~ έδερνε το δραματολόγιο· .. όλα τα είδη του θεατρικού λόγου σ' ένα ραγδαιότατο σύμφυρμα (Melas) |
- αξίζει μέσα στο χάος και στην ~ να προβληθεί ένα πνεύμα κάποιου ρυθμού και τέτοιο είναι του Zαχ. Παπαντωνίου (id.)
- ⓐ lack of norm, irregularity, anarchy (syn ανωμαλία, ακαταστασία):
- γλωσσική ~ |
- η γλωσσική ~ βασιλεύει στο έργο του B. (Charis) |
- στα κοινά ονόματα των πουλιών επικρατεί μια ~ στον τόπο μας, ένας κυκεώνας (Kanellis and Bauer)
[fr MG αναρχία ← K (also pap), PatrG ← AG]
- ① lack of law and order, disorder, lawlessness, anarchy: