Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναρρωτικός -ή -ό [anarotikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ανάρρωση των αρρώστων: Aναρρωτική άδεια και ως ουσ. η αναρρωτική: Λείπει με αναρρωτική (άδεια) και δεν ξέρουμε πότε ακριβώς θα επιστρέψει.
[λόγ. ανάρρω(σις) -τικός μτφρδ. γαλλ. de convalescence]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρρωτικός, -ή, -ό [anarotikós] (L)
- convalescent, recuperative:
- αναρρωτική άδεια convalescence (or sick) leave |
- είναι με αναρρωτική άδεια is on sick leave |
- η αναρρωτική του άδεια ήταν τρίμηνη |
- έχει ανάγκη από αναρρωτική άδεια [fr kath, neol, αναρρωτικός, der of *αναρρωτός ( |
- ModG αναρρώνω), not fr *αναρρωστός (-
[ρ]ρωστός in εύρωστος, άρρωστος]
- convalescent, recuperative: