Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρρυθμίζω [anariθmízo] (L)
- reorder, recreate:
- poem ώσπ' όλος, | χώριος ήλιος, | εξεχείλιζε τη Xάρη | κι αναρρύθμιζε την Πλάση, | που νεκρή ήταν, | φεγγοβόλα, | αναστημένη στο θεϊκό τού Λόγου του χορό (Sikel)
[fr LK, PatrG ἀναρρυθμίζω, cpd w. ρυθμίζω]
- reorder, recreate: