Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναρροφώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναρροφώ [anarofó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : (σπάν.) κάνω αναρρόφηση.

[λόγ. < αρχ. ἀναρροφῶ `καταπίνω ξανά΄ σημδ. γαλλ. aspirer]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναρροφώ [anarofó] αναρροφάς, ipf ανερροφούσα & αναρροφούσα (Myriv) (L)
  • ① suck (in, of fluids):
    • ανερροφούσαμε το νερό μαζί με τις λάσπες (Myriv) |
    • οι μέλισσες πηγαινοέρχονται στην πηγμένη ζάχαρη και σε μια μικρή δεξαμενή όπου αναρροφούν νερό (Papanoutsos)
  • ⓐ sob:
    • μια αδύνατη φωνή σιγόκλαιγε κι αναρροφούσε (Myriv)
  • ② suck (in):
    • οι εγκαταστάσεις των σιλό αναρροφούν, καθαρίζουν, αποθηκεύουν κλ χιλιάδες τόνους από το σιτάρι (Papatsonis, adapted)
  • ③ fig soak up, absorb (food for the mind, the spirit etc):
    • οι βαθύτερες ρίζες του υπαρξισμού αναρροφούν την τροφή τους από το θρησκευτικό υπέδαφος κλ (Papanoutsos) |
    • η εκπολιτιστική δύναμη του θεάτρου μοιάζει με της εκκλησίας τη δύναμη |
    • αναρροφά την τροφή της όχι αποκλειστικά από τα βάθη της ποιητικής τέχνης (id.)

[fr K ἀναρροφῶ (-έω) ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες